Latest Posts

Το ποτάμι

Του Αντώνη Σαμαράκη

Η διαταγή ήταν ξεκάθαρη: Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο από διακόσια μέτρα. Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος την παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο.

Τους διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, όλο το τάγμα, και τους τη διάβασε. Διαταγή της Μεραρχίας! Δεν ήτανε παίξε γέλασε,

Είχανε κάπου τρεις βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι. Κείθε από το ποτάμι ήταν ο εχθρός, οι Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί.

Τρεις βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, για την ώρα όμως επικρατούσε ησυχία.

Και στις δυο όχθες του ποταμιού, σε μεγάλο βάθος ήταν δάσος. Πυκνό δάσος. Μες στο δάσος είχαν στρατοπεδεύει κι οι μεν και οι δε.

Οι πληροφορίες τους ήταν πως οι Άλλοι είχανε δυο τάγματα εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσαν επίθεση, ποιος ξέρει τι λογαριάζανε να κάνουν. Στο μεταξύ, τα φυλάκια, και από τις δυο μεριές, ήταν εδώ κι εκεί κρυμμένα στο δάσος, έτοιμα για παν ενδεχόμενο.

Τρεις βδομάδες! Πώς είχανε περάσει τρεις βδομάδες! Δε θυμόντουσαν σ’ αυτόν τον πόλεμο, που είχε αρχίσει εδώ και δυόμισι χρόνια περίπου, άλλο τέτοια διάλειμμα σαν και τούτο.

Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. Άνοιξη πια!

Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήτανε λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα, σύρθηκε ως τους δικούς του με δυο σφαίρες στο πλευρό. Δεν έζησε πολλές ώρες.

Την άλλη μέρα, δυο φαντάροι τραβήξανε κατά κει. Δεν τους ξαναείδε πια κανένας. Ακούσανε μόνο πυροβολισμούς και μετά σιωπή.

Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.

Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ’ ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμιση χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας…

* * *

Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! Είπε μέσ’ από τα δόντια του κείνη τη νύχτα.

Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει.

Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!

Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή το είδε όπως ήτανε: ποτάμι. Ήτανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε μέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι. Ύστερα το ποτάμι μεταμορφώθηκε σε γυναίκα. Μια νέα γυναίκα, μελαχρινή, με σφιχτοδεμένο κορμί. Γυμνή, ξαπλωμένη στο γρασίδι, τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός μπροστά της, δεν έπεφτε πάνω της. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι.

Ξύπνησε βαλαντωμένος· δεν είχε ακόμα φέξει…

* * *

Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ’ αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση.

Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά… Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.

Σ’ ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στο κορμί, το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές, μία πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην αντίπερα όχθη, μην ήτανε κανένας από τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό.

Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που τα δύο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ’ ένα σφουγγάρι μέσα του και να τάσβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια.

Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια…

Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήτανε παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.

Δεξιά κι αριστερά, και στις δυο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε από πάνω του.

Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ’ ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.

Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.

Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.

Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.

Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους. Πώς να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να είναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε να είναι ένας από τους Άλλους.

Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ένα φτάρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε και κατά τη συνήθεια του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την απέναντι όχθη. Κι αυτός δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη μ’ όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του.

Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκασι μέτρα μονάχα μακριά.

Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.

Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.

Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.

Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.

Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερουγίσανε τρομαγμένα σας έπεσε από την αντικρινή όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.

“Το Άλλο Μισό”

Το 1997 η ΕΤ3 ξεκίνησε μια σειρά φιλόδοξων ντοκιμαντέρ με τίτλο “Ο δρόμος προς τον πλησίον είναι μακρύς”. Σκοπός του να εξοικειώσει τους τηλεθεατές με τον συχνά αόρατο (κι όμως αναμεσά μας) πλησίον — ρομά, μετανάστη, ομοφυλόφιλο… Αυτό είναι το επεισόδιο για τους γκέι άντρες, με τίτλο “Το άλλο μισό” εμπνευσμένο από τον μύθο του Πλάτωνα για την ερωτική έλξη μεταξύ των ανθρώπων.

Μας ζητήθηκε να οδηγήσουμε το crew στα αγαπημένα μας σημεία στην πόλη (τους πήγα στις γραμμές των τρένων εκεί στο ύψος του Κορδελιού, στην παραλία για ντεμέκ ψωνιστήρι και στο ιστορικό Berlin, γιατί ήθελα να μιλάω στον κόκκινο καναπέ όπου αράζουν οι πάνκηδες και κοιμούνται.)

Είναι μια ματιά πώς έβλεπαν οι απελευθερωμένοι γκέι άντρες του ’90 τον κόσμο, αλλά και πώς έβλεπε το μάτι της σκηνοθέτιδος τους άντρες αυτούς.

Δύο τεχνικές σημειώσεις: Ο ήχος είναι χάλια από τη βιντεοκασέτα στην αρχή, αλλά βελτιώνεται αισθητά. Επίσης το ντοκιμαντέρ δεν είναι πλήρες, λείπουν σκηνές που αυτός που μου εμπιστεύτηκε το σπάνιο υλικό είχε αφαιρέσει για τους δικούς του λόγους.

Καλή θέαση, καλή βουτιά στα ’90ς!

Το αγοράκι με τα σπίρτα

Του Αλέξη Μπίστικα, για το Κράξιμο. Φωτό: Πάολα

Η υπεράσπιση έπρεπε πάλι να στηθεί. Από τότε που ο φίλος μου αναδύθηκε από την αμαρτωλή λεωφόρο επαναστατικός, καταπιεστικός, καταδιωγμένος, τα πρωινά στα δικαστήρια ήτανε πάντα μέσα στο πρόγραμμα. Κάθε δίωξη και μια υπεράσπιση, κάθε τέτοιο άυπνο πρωινό και μια ευκαιρία για το διαολοσκορπισμένο κύκλωμα ν’ ανεμομαζωχτεί.

Στοιχειοθετημένες εμπάθειες; Γνωστικές τηρήσεις αποστάσεων; Όχι σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Το άρρωστο στόμα της εξουσίας χαμογελούσε αποκρουστικά κι αυτό ήταν αρκετό για ν’ αρχίσει η συρροή από λοφία, καμπούρες, φακέλους, μαγνητόφωνα, αναλύσεις, επιφωνήματα και τη ζέστα της ευκαιριακής επανασύνδεσης. Στο καφενείο των δικαστηρίων οι εκτιμήσεις, οι αντιρρήσεις και οι στρατηγικές μας παφλάζαν και λαμπύριζαν όπως τα κίτρινα ζαχαρώδη υγρά, αναμειγνύονταν χορευτικά όπως το γάλα με τ’ αξεδιάλυτα ύδατα των αφρωδών ποτηριών, και καταλάγιαζαν σε πικρό κατακάθι. Απ’ έξω, ήταν το πλήθος. (Πάγκοι υπεξαιρέσεων, πηγαδάκια τραμπουκισμών, όμιλοι πρόχειρα ξεβαμμένων γυναικών, χαροκαμμένες γωνιές, σκαμνάκια της απελπισίας, απλανή μάτια και χέρια). Αν ρωτούσε εμάς, πάντως, ο πόνος που κατοικούσε το βρώμικο κτίριο των δικαστηρίων ανήκε σε μια απρόσωπη και ανώνυμη μάζα.

Το καυσαέριο διάβρωνε μεθοδικά τις προσόψεις και το αγκομαχητό της πόλης εφορμούσε κάθετα στην αυλή, όταν και η τελευταία δανεική καρέκλα μπήκε στο σκιερό κύκλο του καφενείου. Το μείγμα από: δικολαβία, διεθνείς αντιδράσεις, φιλοσοφικές τοποθετήσεις, πολιτικές κορώνες και ανοιχτές καταγγελίες έδεσε σφιχτά και μοιράστηκε στους μάρτυρες. Τώρα ο φίλος μου έπρεπε να ηρεμήσει περιμένοντας τη δίκη, οπότε του πρότεινα να βολτάρουμε λιγάκι. Κρατημένοι απ’ το μπράτσο αρχίσαμε να διασχίζουμε την αυλή, όταν, ξαφνικά, η απρόσωπη και ανώνυμη μάζα μίλησε. Άρθρωσε με ορμή μια μόνο λέξη, το όνομα με το οποίο ο φίλος μου ποτέ του δε βαφτίστηκε, μα που το διατηρεί για να κρατήσει την ευαισθησία που τη σκοτώνει ο αντρισμός. Η λέξη τούτη άρκεσε για να λοξοδρομήσουμε. Πλησιάσαμε με κάποια περιέργεια.

Στα σκονισμένα του μαλλιά φούντωνε με αυθάδεια η παιδική του ηλικία. Στα ρούχα του δύσκολα θα βρισκόταν ένας λεκές καθαριότητας. Τα πόδια του κλεισμένα άκαλτσα σε ταλαιπωρημένα αθλητικά παπούτσια, σου δημιουργούσαν τη διάθεση να τόνε δεις ξυπόλητο. Όλος ο κόσμος αν τον κοίταζε στα μάτια του που μας χαμογελούσαν, θα έβλεπε μόνο την πονηριά να τρεμοπαίζει. Μα όχι εγώ. Γιατί έντρομος είχα ήδη διακρίνει πίσω απ’ αυτήν, και πιο βαθιά κρυμμένο, το απροσδόκητο γαλάζιο ενός πρωινού με αχνό φεγγάρι. Περασμένο στο άπληστα βρώμικο χέρι του ήταν το βραχιολάκι της διαπόμπευσης, συνδέοντας τον με το φίλο του που καθόταν δίπλα του στον πάγκο. Τα χάλια τους ήτανε τόσο τρομερά που σου ’φερναν γέλια. Είχαν, όπως έγινε γρήγορα κατανοητό, γνωρίσει το φίλο μου σε κάποια προχωρημένα νυχτερινά περπατήματα, από αυτά που αφήνουν συχνά συμπάθεια και παραδοχή. Καθώς λοιπόν περίττευσαν οι πιο πολλές περιγραφές, οι δυο μικροί υποψήφιοι ποινικοί άρχισαν να μας δίνουνε το στίγμα των λογαριασμών τους με τη Δικαιοσύνη. Και κάτω απ’ το υπερτασικό αυτί του συνοδού τους ξετυλίχτηκε η αυτόφωρη τους περιπέτεια.

Τους πιάσαν ξημερώματα γι’ απόπειρα εμπρησμού. Είχανε, λέει, βγάλει το βράδυ στο δασωμένο λόφο που στάθηκε ανέκαθεν η προτίμηση των κουρελιών της πόλης μας, μα και που μια παράφραση του ονόματος του – ο λόφος που διαστρέφη – τον έφερνε συχνά στα αντικομφορμιστικά μας λογοπαίγνια. Προς το πρωί η βαρεμάρα και το κρύο λυσσομανούσαν κι αποφασίσανε ν’ ανάψουν μια φωτιά. Αδειάσανε τα δυο πακέτα κι άπλωσαν τα τσιγάρα τους σε κύκλο. Πρώτα ο αναμμένος θαυμασμός, ύστερα μια μικρή θερμότητα, κι αμέσως έπειτα οι φωνές, η σύλληψη, σπρωξίματα, το τμήμα, οι βρισιές, ο πάγκος κι η δικαστηριακή αναμονή. Χωρίς δικηγόρο κι υπεράσπιση, μ’ εμφάνιση και λέγειν που δύσκολα θα συγκινούσανε το δικαστή, σ’ επαγγελματικό τουλάχιστον επίπεδο, πήγαιναν φαίνεται για σίγουρη καταδίκη. Το δε θερμόμετρο του καύσωνα αντιστρατεύονταν επίμονα τις αιτιάσεις τους. Όμως γιατί να θέλουν να κάψουν αυτόν ειδικά το λόφο, σκεφτόμουνα, και υπολογίζοντας και την παράλογη θυσία των τσιγάρων τους, αντιστεκόμουν στα καλέσματα της λογικής. Ο έφηβος κατηγορούμενος κι ο φίλος του έπρεπε να είναι αθώοι κι ακόμη έπρεπε να βοηθηθούν.

Δεν ήταν δα και δύσκολο. Στο καφενείο περίμενε σε πλήρη ετοιμότητα ο καλοκουρντισμένος μας μηχανισμός. Χωρίς καμιά επιπλέον προσπάθεια, η ευκαιριακή του ύπαρξη θα μπορούσε να βοηθήσει αποτελεσματικά τους δυο μικρούς κατηγορούμενους. Πόσο άλλωστε μικρόψυχη μια εγωιστική αυτοκατανάλωση μπροστά στην έννοια της κοινωνικής αλληλεγγύης. Να τους δανείσουμε λοιπόν κανένα μάρτυρα. Σε κάποια τσάντα υπάρχουν παντελόνια να αλλάξουνε. Εσύ να χτενιστείς. Να τους δώσουμε περιοδικά να ‘χουν μαζί τους. Ξέρετε τι να πείτε; Λοιπόν. Θα πείτε πρώτα για το λόφο. Ότι είναι χώρος για συναυλίες και πολιτιστικές εκδηλώσεις και άρα γιατί να θέλετε να τον κάψετε. Θα πείτε πως είσαστε οικολόγοι – το θυμάστε; – και προστατεύετε το περιβάλλον. Να δείξετε τα περιοδικά και να πείτε πως ήτανε ανοησία σας να ανάψετε τα τσιγάρα και πως το μετανιώσατε, αλλά είσαστε οι τελευταίοι άνθρωποι που θα μπορούσανε να κάψουνε το λόφο. Κι ακόμα να μη χάσετε τα λόγια σας και να δείξετε ψυχραιμία… Ξεσπάσαμε σε ιδέες, προτάσεις και σοφίσματα, παρασυρόμενοι απ’ τις αλληλοσυμπληρώσεις μας κι από τη μπερδεμένη έκπληξη που έλαμπε στα μάτια των παιδιών. Μα εκεί που ήμασταν έτοιμοι ν’ ανακεφαλαιώσουμε αδρά τούτη την υπεράσπιση της έκτακτης ανάγκης, κατέφτασε παρατρεχάμενος αγγελιοφόρος με ένα διψασμένο μήνυμα για μας. Κάποια ασάφεια είχε προκύψει σε ένα νομικό έγγραφο ουσιώδους σημασίας κι η δικηγόρος – που θα ήταν αναγκαστικά η πρώτη γυναίκα αεροπόρος αν τα αεροπλάνα τύχαινε να εφευρεθούν στην εποχή μας – απαιτούσε γρήγορα την παρουσία μας. Το πράγμα δε χωρούσε αναβολή. Δικαιολογηθήκαμε και απομακρυνθήκαμε φουριόζοι.

Στο καφενείο επικρατούσε ένα θριαμβικό κομφούζιο. Οι αντεγκλήσεις πετούσαν και συμπλέκονταν με τα λοφία, οι φάκελοι κατάπιναν τα χέρια που χειρονομούσαν και κίτρινα ζαχαρώδη επιχειρήματα ξένιζαν καθώς ξεβράζονταν από στόμα σε στόμα. Η δικηγόρος επιχειρούσε κάθετους θεαματικούς ελιγμούς με το πηδάλιο ξεριζωμένο στα χέρια της, ενώ το έγγραφο κοιμόταν ήσυχο επάνω στο τραπέζι. Ο φίλος μου, με το υπερτροφικό αίσθημα της αυτοσυντήρησης που τον διακρίνει, αποφάσισε πως δεν είχε άλλη επιλογή από το να τους κατευνάσει συνετά και μεθοδικά και να τους προσγειώσει στο ελικοδρόμιο κάποιας ξερής νομικίστικης ερμηνείας. Μα πώς στ’ αλήθεια να κατασβεσθεί τόση απελευθερωμένη υστερία; Οι φιλότιμες προσπάθειες να τεθεί η κατάσταση υπό έλεγχο προσέκρουαν στο αδηφάγο πείσμα μιας απίστευτα εμπρηστικής ρητορικής. Απόμερα, στο τσίγκινο τραπεζάκι, με το κεφάλι χωμένο στα χέρια, απελπίστηκα συντροφιά με μια αγέννητη κραυγή που με απειλούσε μέσα απ’ το λαρύγγι μου. Όταν, εντέλει, η ώρα έφτασε να μαζευτεί ο συρφετός για να μετακομίσει στην αίθουσα της δίκης, εγώ δεν μπόρεσα να τους ακολουθήσω. Ήτανε από μια μεριά η πείρα μου που μου ’λεγε πως τους περίμενε ακόμη πολλή ώρα αναδευόμενης αναμονής. Κι ήταν ακόμη ένα πιάσιμο στο στομάχι, που μου υπενθύμιζε πως μέσα στα αυτοϊκανοποιημενα αποκαΐδια τους, είχε χαθεί και ξεχαστεί η υποσχεμένη βοήθεια στα δυο αλυσσόδετα κουρέλια.

Τα πάντα πήρανε ένοχα την έκφραση της σκόνης: Περπάτησα μονάχος μου μες στην κουφόβραση των σκέψεων μου, κι ο ουρανός είχε συννεφιάσει για να βρέξει λες φωτιά. Ποιος ξέρει πού θα με οδηγούσαν τα βήματα μου αν δε με διέκοπτε εκείνη η διστακτικά υψωμένη φωνή. Ήταν η μάζα που ξαναμιλούσε, μα αυτή τη φορά είχε προφέρει το όνομα μου, κι ήταν στα μάτια μου που καθώς γύρισα έπεσε η ματιά της. Εκείνη η ματιά που πάλι προσπαθούσε να καλύψει στις περιπαιχτικές της σπίθες τα αντιφεγγίσματα του κρυμμένου της τοπίου. Με είχε φωνάξει δειλά, μα τώρα η χειρονομία του να κάτσω πλάι του ήτανε πιο ξεθαρρεμένη, λες κι είχε ήδη τσεκάρει κάτι στο βλέμμα μου. Κάθησα στον πάγκο νιώθοντας υποχρεωμένος να δικαιολογηθώ για την εγκατάλειψη τους, μα εκεί που οι λέξεις πήγαιναν να βγούνε αμετάκλητα από το στόμα μου υπακούοντας στο ευφράδες νεύμα που άρχιζε να κάνει η παλάμη μου, εκείνος μ’ έκοψε ανυπόμονα, κατεβάζοντας το χέρι μου με το δικό του και στυλώνοντας το αφοπλιστικό χαμόγελο του επάνω μου. Με ρώτησε μονάχα πού μπορούσε να με βρει. Κι εκεί που όλα κρημνίζονταν μέσα μου σε ενθουσιασμό, κι εγώ μάταια προσπαθούσα ακόμη να δικαιολογηθώ, το πονηρό φεγγαράκι στη ματιά του με απείλησε και πάλι να σωπάσω κι ο έφηβος κατηγορούμενος απαίτησε πια το τηλέφωνο μου. Δε χρειαζότανε να πω τίποτε, γιατί αυτός με καταλάβαινε καλά. Μόνο αυτό ρωτούσε, πού θα μπορούσε να με βρει απόψε, να μου πει τι απέγινε με τη δίκη του. Σε κάποιον, άλλωστε, έπρεπε να τα πει. Κι αν όλα πήγαιναν καλά, γιατί να μην πίναμε μαζί κανένα ουζάκι, μου χαμογέλασε και πάλι πονηρά.

Ε, αφού είσαι οικολόγος, ψέλλισα με αυτοκυριαρχία, δίνοντας του το χαρτάκι με το τηλέφωνο των βραδινών που πέρναγα με το φίλο μου στο γραφειάκι, ανάμεσα σε στίβες από καρέκλες και περιοδικά. «Αν δε μας κλείσουν μέσα θα σε πάρω», μου είπε σοβαρά. «Θα περιμένω. Όλα θα πάνε καλά». Ύστερα, καλή τύχη κι έφυγα γρήγορα μην και ακούσω το παιδικό του ευχαριστώ.

Πέταξα μέχρι την αίθουσα κι η δίκη άρχισε. Ο μηχανισμός μας έλαμψε και κόρωσε αντιμέτωπος στη γκρίζα μετριότητα των δικαστών. Μας μίσησαν για τη λάμψη μας κι αποσύρθηκαν για να συσκεφθούν. Βγήκα και καντραρίστηκα σ’ ένα περβάζι του διαδρόμου να πάρω ανάσα. Διαγώνια πέφτοντας η ματιά μου, αντίκρυσε το μακρόστενο τζαμωτό της αίθουσας του αυτόφωρου. Και έτσι αιωρούμενος ψηλά, μέσα απ’ το βιτράιγ της σκόνης, φύλακας άγγελος αγκάλιασα με το βλέμμα μου τον κατηγορούμενο μου. Χωρίς χρονοτριβή οι ματιές μας συναντήθηκαν. Του έστειλα ένα σχηματικό αρχαγγελικό φιλί, κι εκείνος γέλασε με την αλυσοδεμένη του διαβολική αθωότητα.

Η καταδίκη που μαγείρεψαν οι δικαστές στη σύσκεψη τους χτύπησε το θίασό μας κατακούτελα. Ζαλισμένα κοτόπουλα ασκήσαμε έφεση κι αφεθήκαμε ν’ ακολουθούμε τη σιωπή του φίλου μου στο πεζοδρόμιο. Ήταν από τις αδικίες εκείνες που σε παραλύουν, απαγορεύοντας σου καν να οργιστείς. Καθώς χανόμασταν σιγά-σιγά σε καφετέριες και γαλακτοπωλεία, το χτεσινό ξενύχτι στοίχειωσε και με κατακυρίεψε. Δεν ήμουν παρά ένα ράκος δίχως σκέψεις, που όλο κι όλο νοσταλγούσε το κρεβάτι του. Ζήτησα συγνώμη από το φίλο μου, μα δε θα του κάνα παρέα απόψε στο βραδινό γραφειάκι με τα περιοδικά και τις καρέκλες.

Στο σπίτι ο ύπνος με μολύβωσε βαριά στο κρεβάτι. Το άλλο πρωί πια, με ξύπνησε το τηλεφώνημα του φίλου μου. «Επρεπε να χωνέψουμε την καταδίκη και μάλιστα να την εκμεταλλευτούμε. Είναι μια ευκαιρία να φωνάξουμε. Το λοιπόν να βρεθούμε απόψε και να γράψουμε γράμματα στις οργανώσεις στο εξωτερικό. Και ύστερα φεύγουμε για διακοπές. Επίσης χτες με πήρε κάποιο παιδί στα γραφεία. Ζήτησε το όνομα μου και σαν να στενοχωρέθηκε που δε με βρήκε. Δεν άφησε όνομα.

Έκλεισα το τηλέφωνο. Βγήκα στο μπαλκόνι, έκλεισα τα μάτια και πήρα ανάσα. Μα, ο αέρας μύριζε καμένο. Τινάχτηκα και κοίταξα τριγύρω στον ορίζοντα. Σ’ ένα σημείο, πέρα μακριά, φούντωνε ο καπνός. Δεν έπαιρνα όρκο, μα μου φάνηκε πως ήταν η περιοχή του λόφου… Του δασωμένου λόφου που στάθηκε ανέκαθεν η προτίμηση των κουρελιών της πόλης μας, μα και που μια παράφραση του ονόματος του – ο λόφος που διαστρέφει – τον έφερνε συχνά στα αντικομφορμιστικά μας λογοπαίγνια.

Σκληρός σαν άσπρες μπότες

Του Αλέξη Μπίστικα, για το Κράξιμο

Φορούσε παλιές άσπρες μπότες και στις ζάρες το χρώμα είχε ξεφτίσει. Τα βλέφαρα του γυριστά και τα μαλλιά του χτενισμένα προς τα πίσω θυμίζανε αμφισβητίες σταρ σε αφίσες άδειων Κυριακάτικων δρόμων. Έδινε τις συμβουλές του με την άνεση του ειδικού, μιλώντας μια καθαρή και νευρώδη αργκό.

Ο άλλος αποτύπωνε τη διάλεξη σε μια χαρτοπετσέτα. Ονόματα χαπιών, απαντήσεις που μπερδεύουν τους στρατιωτικούς, εξομολογήσεις που πείθουν τους γιατρούς, συνταγές για απλανές βλέμμα, κάθε λογής πολύτιμες συμβουλές, στριμώχνονταν νευρικά στη χαρτοπετσέτα.

Υπήρχαν δυο ακόμη άτομα στο τραπέζι: η φίλη μου Γωγώ κι εγώ. Τη Γωγώ – ή Γιώργο – την είχα γνωρίσει το προηγούμενο βράδυ στο πάρκο. Τώρα οι δυο μας συντηρούσαμε μια αόριστη κουβέντα για τον καιρό που άλλαξε ή για τις εντυπώσεις μου από την πόλη, ανακατεύοντας ροφήματα από αφρό και λάσπη. Στην πραγματικότητα κρυφακούγαμε με αγωνία τη διάλεξη. Ιδίως η Γωγώ, γιατί το παιδί με την αγωνιώδη χαρτοπετσέτα και τα ανορθόγραφα μάτια κοιμόταν στο σπίτι της τα τελευταία βράδια. Έτσι λοιπόν, παρά την προσποίηση μας, η φίλη μου κρεμόταν από τα χείλια του σκοτεινού συμβουλάτορα καθώς αυτός επαγγέλονταν την απόδραση του καλού της από το στρατόπεδο της πατρίδας.

Δέκα λεπτά πριν βολτάριζα άσκοπα πάνω στις πλάκες της παραλίας. Από απένταντι ήρθε η φωνή της Γωγώς να μου θυμίσει πως στην αλητεία δε μένεις ποτέ μοναχός. Έλα να κάτσεις μαζί μας. Τον ένα απ’ τους φίλους της, φυσιογνωμία σκληρή, προσφέρθηκα να τον κεράσω εγώ. Αυτή ήταν η μόνη επαφή μας, μέχρι που αργότερα με περιεργάστηκε με κάποια λάμψη στην ανακάλυψη της απλής συνωνυμίας μας. Τώρα όμως ίσως η αλλαγή του καιρού μα τα χέρια του η αγωνία μου μεγάλωνε μέσα στις τόσες εξηγήσεις του σπασμωδικά τα χέρια του μοιράζανε περιθωριακές φιγούρες μια αόρατη τράπουλα. Δεν ήθελα να προδοθώ: κι όταν οι δύο συζητήσεις, η τεντωμένη δικιά τους και η δική μας η χαλαρή, έτυχε προς στιγμή να μπλέξουνε τα νήματα τους, φρόντισα ν’ αδράξω τον αργαλειό με αδιάφορη αυτοπεποίθηση.

Τα σύννεφα έφευγαν κυνηγημένα, τα αμπαζούρ στα μέσα του μαγαζιού ζούσαν κρυφά κάποιο μεσοπόλεμο, όταν τελικά, αισθάνθηκα πως ο σκληρός με είχε προσέξει. Οι συμβουλές του είχαν εξαντληθεί και τώρα ξοδευότανε σε ενθαρρυντικές παρατηρήσεις και προτροπές. Τους κοίταξε και με μιας τους βαρέθηκε. Σηκώθηκε και τεντώθηκε αυθάδικα μέσα στα σκουρόχρωμα ρούχα του. Πάει να δει για μια δουλειά. Θα έρθω μαζί του λίγο παρακάτω; Λίγο παρακάτω δεν κάνει διαφορά· σηκώθηκα, μάζεψα τα τσιγάρα μου και άφησα τη Γωγώ με το παιδί της στη θέρμη της ελπίδας τους.

[Προχωράμε στις πλάκες της παραλίας. Το κύματα κουκουλώνονται σε κρύα σεντόνια. Ο αέρας παίρνει ένα τσαλακωμένο χαρτί που ψιλά ανατυπώνεται σε αυριανές εφημερίδες θυέλλης. Παρελαύνει ο αντρισμός με τα χαπάκια του τις σκόνες και τις σύριγγες. Στο χωματόδρομο στρίβουμε και μας ορμάει ο αέρας που προελαύνει. Γυρνάμε τα νώτα και τότε εγώ κουρνιάζω στο λαιμό του. Δε μιλάμε. Ο αέρας κοπάζει σε χάδια νωχελικά, όπως χαϊδεύουν οι πρόσκοποι κάτω απ’ τους ευκαλύπτους.]

Μου μιλούσε για μια μηχανή καθώς στη στροφή αντικρύζαμε το δρόμο με τις κίτρινες δεντροστοιχίες. Δούλευε μεροκάματο κολλώντας αφίσες για τα δύο θέατρα της πόλης, και μάζευε χρήματα για μια μηχανή που θα ήταν πολύ γρήγορη, όπως με άφηνε να καταλάβω. Αφηνόμουν κι εγώ να καταλάβω, καταλάβαινα πως ίσως σ’ αυτήν την πόλη μπορώ και πάλι να ονειρευτώ, να λατρέψω πέρα από κάθε λογική ή ιδεολογία, να λύσω στην πλάτη μου μαλλιά και να χυθώ στους δρόμους κολλημένος στην πλάτη ενός αδιόρθωτου καβαλάρη, να κυλιστώ στο βάλτο για ένα παιδί με πληγιασμένα μπράτσα, να τρέξω το πρωί για ζεστό ψωμί, να λούσω, να χαστουκίσω, να περιθάλψω με γάζα και μπαμπάκι, να κολλήσω, τέλος, στους δρόμους της καινούργιας μου πόλης τον εαυτό μου σε χιλιάδες θεατρικές αφίσες διαλαλώντας στους πάντες πως ένας αδίστακτος θ’ ανακαλύψει για χάρη μου την αγάπη.

Έξω απ’ το μεγάλο κρατικό θέατρο ο δυσλεξικός φύλακας του αρνήθηκε κάθε ελπίδα για δουλειά κι εγώ πάλευα μ’ ένα πρότυπο. Στους φυλλωμένους διαδρόμους του κηποθέατρου η ανεργία τον υποδέχτηκε μ’ ένα δίσκο τσιπς και ζεστές τυρόπιττες, κι εγώ νικιόμουν από ένα πρότυπο. Στο πεζοδρόμιο ένας διαβάτης μας χλεύασε κι εγώ αγαπούσα ένα πρότυπο.

Βρεθήκαμε μπροστά στην πόρτα του ξενοδοχείου, ενός ξενοδοχείου ειδικού, που δεν απαιτούσε διατυπώσεις. Η σκάλα ήταν βρώμικη και το δωμάτιο μουντό μα ένα παράθυρο έδινε γαλάζια την εντύπωση του καιρού. Μέσα στη φρεναπάτη της προσδοκίας μου για ένα σφιχταγγάλισμα σκληρό και άτσαλο, δεν πρόσεξα το βλέμμα του που ήταν ικετευτικό, κι ούτε την απαλή δειλία του χαδιού του. Όλες μου οι αισθήσεις ακουμπούσαν σε κείνα τα σκουρόχρωμα του ρούχα, που θα πέταγε, και στις δυό άσπρες μπότες με τις ζάρες.

Τα χέρια του τραβήξανε τη μπότα και το πόδι του ακουμπάει στο κρύο πλακόστρωτο. Το βλέμμα μου πέφτει και τσακίζεται εκεί κάτω. Οι άσπροι ρόμβοι του πατώματος. Στα βρώμικα του δάχτυλα γυαλίζουνε τα πέντε κατακόκκινα βερνικωμένα νύχια.

Σόνια: Μια ζωή στην κόλαση

Γράφει η Πάολα στο Κράξιμο

Ας ελπίσω μέχρι να βγει το επόμενο τεύχος, να μην ξαναγράψω τέτοια κείμενα: Φαίνεται θα το ’χει το ριζικό μου να γράφω για φίλους μου που είτε αυτοκτονούν είτε δολοφονούνται, σκατά, γαμώτο, δε μπορώ άλλο ρε Κατερίνα, αυτά σου έλεγα και την άλλη φορά. Θέλω να γράψω ένα χαρούμενο κείμενο σ’ αυτή τη φυλλάδα, δεν αντέχω άλλο, όταν έπιασα το στυλό δεν πήγαινε το χέρι μου, ένα σφίξιμο στο λαιμό και μετά κρακ, η σκέψη σταματούσε και βούρκωνα… Το ξύλινο παλτό λοιπόν, Κατερίνα, που μας φόρεσαν και μας σφίγγει καθημερινά- «αν σκοτώνουν τα πτώματα, περίμενε να πεθάνεις» κάτι τέτοιο περίπου λέει ο Ρεμπώ, νεκρο-ζώντανη η γενιά μας, Κατερίνα.

sonia

Αμοιρη Σόνια! Σε θυμάμαι σε μερικές συνελεύσεις, κάποτε στο χημείο, που «ταλαιπωρούσες» τον κόσμο με τις ακαταλαβίστικες αγορεύσεις σου, που στ’ αυτιά μου ηχούσε η φωνή σου σαν ουρλιαχτό επιβεβαίωσης, ήθελες μ’ αυτό τον τρόπο να υποδηλώσεις την ύπαρξη σου, πόσο μόνη ήσουνα, ρε Σόνια! Τόσο, που εγώ όταν σ’ έβλεπα ένοιωθα να ανασταίνομαι! Η Σόνια κουβαλούσε στην πλάτη της βαρύ φορτίο έρωτα, που της το φόρτωσαν αυτοί που έκαναν τη ζωή της τραγική. Η ψυχή της ήταν ανοιχτή στην εξαθλίωση και στη φρίκη… Όχι, η Σόνια δεν στραγγαλίστηκε εκείνο το βράδυ στη Συγγρού. Γεννήθηκε στραγγαλισμένη από την οικογένεια της, από το σχολείο, από τους μπάτσους, τους εισαγγελείς, τους παπάδες και τους ψυχίατρους, όταν την είχανε στο Δαφνί για να την αποτελειώσουν με τα ψυχοφάρμακα. Ο Μανιώτης στο έργο του «Λάκκος της αμαρτίας» κάπου είχε πει με το στόμα της τραβεστί ηρωίδας του: «Με λένε Κίρκη, γιατί την ώρα που γαμιέμαι φωνάζω: γουρούνια, γουρούνια»…ίσως να είχε γνωρίσει τη Σόνια. Ψυχιατρείο – Συγγρού – Ασφάλεια «η ζωή της!»

Μα κατόρθωνε να γελάει και να κάνει πλάκα, σε όλους, κι ας της έλειπαν όλα τα δόντια, κι ας ήταν η «τελευταία» στην πιάτσα… Αυτή, σε πείσμα όλων, προσπαθούσε να ζει έτσι, εξαθλιωμένη, σαλεμένη, στο δικό της κόσμο!

Έναν κόσμο στηριγμένο στην ελπίδα και στον έρωτα. Δημιούργησε στη φαντασία της εραστές, έκανε έρωτα μαζί τους, είχε φτάσει στο σημείο να κλαίει για κάποιο τεκνό που της έφυγε, κι ας μην υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα. Πόσο δυνατός είναι ο άνθρωπος, πόσο μπορεί να αντέξει στη φρίκη! Η τρέλα για τη Σόνια ήταν ένα σωσίβιο για να μην πεθάνει, μια αυτοάμυνα ενάντια στην πραγματικότητα. Οι εφημερίδες την ξαναδολοφόνησαν, με το να γράφουν σκανδαλοθηρικά γι’ αυτήν. Την ξανα-στραγγάλισαν όταν έγραφαν «σκότωσαν και τρίτο ανώμαλο»… Μα η Σόνια, αγαπητοί προστάτες της ηθικής σας και των αφεντικών σας, σας ξεφτίλιζε, εσάς και τους αναγνώστες σας, καθώς και την αστυνομία και τα κόμματα. Σας ξεφτίλιζε γιατί ΟΛΟΙ πηγαίνατε μαζί της είτε εκεί στη Συγγρού είτε μέσα στις φαντασιώσεις σας… Η Σόνια μπορεί να ήταν η Τάνια ή η Μαρίνα ή η Γωγώ, που από προλετάριους και αστούς, από φασίστες και κνίτες, από δεξιούς μέχρι «επαναστάτες», από φορτηγατζήδες μέχρι αριστοκράτες, από νέους μέχρι γέρους φιλοξενεί κάθε βράδυ, όταν ανάβουν τα μελαγχολικά λαμπάκια αυτού του δρόμου. Υποκριτές! Σεβαστοί και έντιμοι πολίτες, της μπουρδελοκοινωνίας μας! Οι δολοφόνοι του Σταύρου και της Σόνιας καθώς και του Αντριώτη, έστω κι αν βρεθούν και καταδικαστούν δεν αλλάζει τίποτε, γιατί μαζί τους πρέπει να κάτσουν στο ειδώλιο του κατηγορούμενου κι αυτοί που όπλισαν το χέρι τους: Η τηλεόραση που αποβλακώνει τον κόσμο και διαστρεβλώνει την πραγματικότητα, ο τύπος που ακολουθεί το δρόμο που χάραξαν οι Ναζί, όταν μας έκαιγαν ζωντανούς στα κρεματόρια, κολλώντας μας ένα ροζ τρίγωνο, και αποκαλώντας μας «ανώμαλους» και «διεστραμμένους», τα κόμματα που ποτέ τους δε μίλησαν ειλικρινά για την σεξουαλικότητα – με εξαίρεση την νεολαία του «Ρήγα Φεραίου», καθώς και η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση που συνεχίζει με τρομοκρατικές μεθόδους να καταστέλλει την επιθυμία, συλλαμβάνοντας και διαπομπεύοντας καθημερινά τους ομοφυλόφιλους. Ποιοι λοιπόν δημιουργούν τους δολοφόνους, είναι γνωστό, δεν χρειάζεται να προχωρήσω σε θεωρητική ανάλυση. Έχω να τελειώσω μ’ αυτά τα λόγια:

Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΔΕΝ ΔΟΛΟΦΟΝΕΙΤΑΙ: κι αυτή η κοινωνία που μας σκοτώνει, μας ευνουχίζει και μας διαλύει, κάποτε θα πληρώσει για τα εγκλήματα της! Θα πληρώσει, όσο υπάρχουν άνθρωποι που υποφέρουν στις φάμπρικες. Θα πληρώσει γιατί έχει δημιουργήσει πόρνες και απελπισμένους, εργάτες κι αφεντικά, μπάτσους και φυλακισμένους, δικαστές και κατηγορούμενους. Η επιθυμία θα ξεχυθεί στους δρόμους και θα σκεπάσει τη μπόχα από το πτώμα της κοινωνίας μας, και τα κάγκελα από τον ήλιο θα διαλυθούν, και οι αχτίνες του θα σκεπάσουν όλους εμάς που υποφέρουμε μέσα στην απελπισία μας, όλους εμάς τους νεκροζώντανους, όλους εμάς που η φρίκη μας έμαθε να αγαπάμε τη ζωή και τον έρωτα. Η ελπίδα θα γίνει πραγματικότητα, η φαντασία θα γίνει γιορτή και αγάπη, ας μην απελπιζόμαστε! ΘΕΛΟΥΜΕ, ΜΠΟΡΟΥΜΕ.

Συνέντευξη με τον Γιάννη Παλαμιώτη

Δημοσιεύτηκε στον Πόθο, τ.12, Μάιος 1997

Το βιβλίο σας «Μητροκτονία» απομακρύνεται από τα καθιερωμένα μοτίβα του ομοφυλόφιλου στη λογοτεχνία. Πρόκειται για μια δική σας αλλαγή, για μια γενικότερη ωρίμανση ή κάτι άλλο;

Δεν ξέρω ακριβώς για τη λογοτεχνία, πάντως στη ζωή πολλοί ομοφυλόφιλοι έχουν ιδιαίτερη σχέση με τη μάνα τους, συνήθως σχέση παθολογικής αγάπης, εξάρτησης, αλλά και βαθύτατου μίσους. Δεν μ’ ενδιέφερε να το ερμηνεύσω, όσο να καταδείξω τι περίπου συμβαίνει ανάμεσα σ’ αυτό το αρχετυπικό ζεύγος, όταν μάλιστα ο γιος καταλαβαίνει από νωρίς τη σεξουαλική ιδιαιτερότητα του και είναι αναγκασμένος να αντιμετωπίσει, εκτός από τις δικές του αγωνίες, μια μάνα που κατακρίνει και που ουσιαστικά λειτουργεί ως εκπρόσωπος της κοινωνίας. Πιθανόν να ακούγεται κοινότοπο όπως το είπα, πάντως η «Μητροκτονία» δεν περιορίζεται, ελπίζω, στο να αντιπαραθέτει απλώς δυο κόσμους παράλληλους και μη εφαπτόμενους, δεν είναι μανιφέστο υπέρ ή κατά, κι απ’ ό,τι λένε μέχρι τώρα αναγνώστες, το ζοφερό κλίμα του βιβλίου σπάει συχνά από ικανές δόσεις ιδιότυπου χιούμορ. Αν μ’ αυτά απαντάω στα περί ωρίμανσης ή κάτι άλλου, δεν ξέρω. Ας κρίνουν όσοι το διαβάσουν.

Νομίζω ότι αυτή η σχέση με τη μάνα που έχουν οι περισσότεροι ομοφυλόφιλοι είναι απόρροια της ομοφυλοφιλίας, παρά η ομοφυλοφιλία απόρροια της σχέσης με τη μάνα τους.

Δεν υποστηρίζω ότι μια μάνα, όσο καταπιεστική, υστερική, ανίδεη κι αν είναι μπορεί να οδηγήσει το παιδί της στην ομοφυλοφιλία. Απεναντίας, πιστεύω ότι είναι βιολογικό φαινόμενο, δηλαδή γεννιέσαι ομοφυλόφιλος και σπάνια γίνεσαι «καθ’ οδόν». Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις των αγοριών που γλυκαίνονται όταν έχουν πια μεγαλώσει και στρέφονται προς την ομοφυλοφιλία. Και πάλι, τις περισσότερες φορές, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όχι κατ’ αποκλειστικότητα.

Δεν υπάρχει δηλαδή περίπτωση να έχουν γλυκαθεί από μικροί;

Φαντάζομαι πως όλοι λίγο πολύ γλυκαίνονται, όταν παίζουν, λόγου χάρη τους γιατρούς. Εγώ, ας πούμε, έκανα το γιατρό και πήδαγα τον ξάδερφό μου, φοβόταν μήπως μείνει έγκυος, αλλά δεν έγινε ομοφυλόφιλος το παιδί.

Κάποιοι δεν θέλουν να θεωρούν την ομοφυλοφιλία σαν κάτι φυσιολογικό, γιατί αλλιώς θα άρχιζαν να ψάχνονται. Γι’ αυτό μήπως τοποθετούν την ομοφυλοφιλία σε ουτοπικά πλαίσια;

Δεν συμφωνώ με τις προσπάθειες ορισμένων να αναγάγουν την ομοφυλοφιλία σε καλύτερο τρόπο ζωής, ντε και καλά. Όμως κι αυτοί που την εξιδανικεύουν και πλάθουν με τη φαντασία τους αρχαιοελληνικού τύπου σχέσεις, το κάνουν από δειλία να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα – και συχνά δυστυχούν. Δεν μιλάω για τους αρνητές. Μ’ ενδιαφέρουν περισσότερο όσοι, ενώ έχουν τις προδιαγραφές, δεν τολμούν να δρασκελίσουν εκείνη τη λεπτή αλλά ουσιαστική διαχωριστική γραμμή, και από παρατηρητές να γίνουν συμμέτοχοι… Ξέρεις πόσο τσαντίζομαι όταν σκέφτομαι τα χιλιάδες χαρά θεού αντράκια που έχουν μήνες ή και χρόνια να πηδήξουν γκόμενα και δεν καταδέχονται να δώσουν έστω και μια πίπα στους εκατοντάδες πούστηδες που περνάνε από δίπλα τους και δηλώνουν την επιθυμία τους; Κατά βάθος, μάλλον φοβούνται ότι θα τους αρέσει, γιατί είναι εύκολο, ανώδυνο, καυλωτικό και θα του μείνει χούι. Το πρόβλημα όμως είναι με τους ομοφυλόφιλους που αντιπαραθέτουν έναν άλλο κόσμο στον κόσμο των μη μυημένων. Ε, δε χρειάζεται να είσαι μυημένος για να πέσεις στο κρεβάτι με τον ομόφυλό σου! Απ’ την άλλη, όσο αντιφατικό και να ακούγεται, πιστεύω ότι η ομοφυλοφιλία πρέπει να είναι και λίγο πολυτέλεια, πρέπει δηλαδή να τη διεκδικείς, πρέπει να την κατακτάς, πρέπει να βρίσκεσαι και λίγο διχασμένος, αν θες και ριγμένος, ως ομοφυλόφιλος. Στο κάτω κάτω, αυτή τη δύναμη έχει η ομοφυλοφιλία, να δοκιμάζει την ετοιμότητά σου, να σε κρατάει διαρκώς σε εγρήγορση, αλλιώς καταλήγει σε μια εύκολη περιπέτεια αναζήτησης και εναλλαγής συντρόφων.

Ποια είναι η γνώμη σας για τη «στρατευμένη», «συνειδητοποιημένη» ή «καθαρή» ομοφυλοφιλική τέχνη; Πώς θα αξιολογούσατε τις απόπειρες τέτοιου είδους που έγιναν στο παρελθόν στην Ελλάδα; Είσαστε κι εσείς μέρος του κινήματος;

Κίνημα σε σχέση με την τέχνη δεν νομίζω να υπήρξε στην Ελλάδα. Υπήρξαν κάποιες σποραδικές, σε ατομικό κυρίως επίπεδο, περιπτώσεις ανθρώπων που γράψανε, που ίσως έκαναν σινεμά, που ζωγραφίσανε, ανθρώπων που έκαναν θέατρο, ανέβασαν δηλαδή ομοφυλόφιλα έργα. Μέλος και μέρος αυτού του κινήματος συνειδητά δεν υπήρξα ποτέ. Άλλωστε αυτό το κίνημα «ξέφτισε» πολύ γρήγορα στην Ελλάδα. Δεν είχε τη συνέχεια εκείνη για να το διαφοροποιήσει και να το εντάξει μέσα στις επιθυμίες των ανθρώπων, να γίνει μια κατάσταση τέτοια, μετεξελιγμένη βέβαια, για να πιάσει πλατύτερο κόσμο, να καταπιαστεί με γενικότερα θέματα και με το στοιχείο της ομοφυλοφιλίας μέσα, αλλά όχι έτσι «μονόχνωτα», μονοδιάστατα ομοφυλοφιλικό. Όσο για μένα, αισθανόμουν πάντα άβολα με οτιδήποτε στρατευμένο, είτε από «αιρετική» διάθεση, είτε από άγνοια των διαδικασιών που απαιτεί μια συλλογική προσπάθεια.

Ο Ανδρέας Αγγελάκης ανήκε στη στρατευμένη ομοφυλοφιλική τέχνη, όπως είπαν άλλοι. Ο Χριστιανόπουλος, για παράδειγμα, είπε ότι ο Αγγελάκης ήταν ο γκέι συγγραφέας της Ελλάδας που προσπάθησε να φέρει κάτι άλλο το οποίο δεν ρίζωσε εδώ πέρα.

Μόνο που ο Αγγελάκης, αμερικανοποίησε κάπως το ομοφυλοφιλικό του αίσθημα, πράγμα που δεν συνέβη με το Χριστιανόπουλο, γι’ αυτό κι ο δεύτερος έχει διάρκεια και οι αναφορές του μας αγγίζουν περισσότερο. Εξάλλου ο Αγγελάκης είχα πάντοτε την εντύπωση πως στην ερωτική του ζωή τουλάχιστον, αντέγραφε τρόπους ξένους προς την ψυχοσύνθεσή του. Ήταν μάλιστα παντρεμένος και με παιδί, κάτι που αντίκειται στα αμερικάνικα γκέι πρότυπα.

Αυτό που είπες για το βιολογικό και το επιλογής τέλος πάντων σε σχέση με τη λογοτεχνία… Ας πούμε, στο εξωτερικό υπάρχει μια λογοτεχνία, η οποία ανθίζει τώρα, και είναι, λίγο πολύ, από γκέι για τους γκέι, δηλαδή κάποιες ανάγκες δικές τους, παράλληλα με το βιολογικό. Δηλαδή εμείς είμαστε διαφορετικοί, άρα κάποιοι πρέπει να γράψουν τα κατάλληλα για μας να διαβάσουμε.

Στο εξωτερικό και ιδίως στην Αμερική, υπάρχουν έτσι κι αλλιώς τόσο «αυτονομημένοι» τομείς από λεσβίες, γκέι, μαζοχιστές, αμφιφυλόφιλους, κινέζους, μαύρους… Για να έχεις μια οντότητα εκεί πρέπει να κολλήσεις ταμπελίτσα, κάπου να ανήκεις. Αλλιώς ούτε αναγνώρισης δικαιούσαι, ούτε ένα κομμάτι στην πίτα της δημοσιότητας. Δεν φτουρίσανε αυτά εδώ. Στην Ελλάδα έτσι κι αλλιώς είμαστε όλοι εν δυνάμει γκέι.

Αυτό που είπες, ότι όλοι το δοκιμάζουνε και λίγο πολύ το κάνουνε, έρχεται σε κάποια αντίθεση μ’ εκείνο που είπες σε σχέση με το βιολογικό.

Διαφέρει πολύ το ένα από το άλλο, δεν νομίζεις κι εσύ; Άλλο το να είσαι, να το δηλώνεις θέλοντας και μη επειδή σου φαίνεται, κι άλλο να το ορέγεσαι και να το δοκιμάζεις πού και πού. Γιατί για αρκετούς είναι ορντέβρ η ομοφυλοφιλία. Πάνε δηλαδή και δίνουν μια πίπα ή παίρνουν μια πίπα, που είναι και το συνηθέστερο φαινόμενο, κι ύστερα τρέχουν στη γυναίκα τους να την πηδήξουν με μεγαλύτερη καύλα.

Ο Έλληνας δεν είναι πιο αληθινός σ’ αυτό που κάνει σε σχέση με έναν ακτιβιστή γκέι της Ευρώπης ή της Αμερικής;

Είναι πιο αληθινός ως προς την πρακτική, ενεργοποιεί δηλαδή ευκολότερα το ομοφυλοφιλικό μέρος του εαυτού του, αλλά είναι πολύ ψεύτης, πολύ υποκριτής για να υποστηρίξει κάποια στιγμή αυτό που κάνει στα μουλωχτά, και βρίζει κι από πάνω τους «παλιόπουστες».

Ποια είναι η εικόνα του απελευθερωμένου ομοφυλόφιλου για σας;

Αυτό που δεν φέρει σφραγίδα, ο μη πατενταρισμένος ομοφυλόφιλος, ο λάθρα βιώσας. Και έτσι, ύπουλα, να προσπαθεί να ανηθικοποιήσει την κοινωνία, όπως έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ. Να την ομοφυλοφιλοποιήσει, θα το παράλλαζα εγώ.

Αυτή η «υπουλοσύνη» έρχεται σε αντίθεση με την έννοια του οργανωμένου γκέι κινήματος, έτσι δεν είναι;

Ασφαλώς, γι’ αυτό και μιλάω για ατομικές περιπτώσεις, για ελεύθερους σκοπευτές. Το οργανωμένο γκέι απωθεί τον περισσότερο κόσμο, αν και χρησιμεύει για την ενδεχόμενη στήριξη κάποιων νέων ανθρώπων που αναζητούν παρηγοριά και επιβεβαίωση γι’ αυτό που είναι.

Τα ομοφυλοφιλικά ιδεώδη που ενοχλούνται από τη δική σας στάση και τον τρόπο που εκφράζεστε γενικώς ποια είναι;

Υποθέτω ότι δεν γίνομαι αρεστός γιατί κατά βάθος δεν είμαι γκέι. Ή τουλάχιστον δεν ανέχομαι να τσουβαλιάζομαι με ό,τι χαρακτηρίζει τους γκέι – από εμφάνιση έως νοοτροπία και συμπεριφορά. Νιώθω πολύ διαφορετικός μέσα στη διαφορετικότητά μου.

Θα έλεγα ότι αυτό που ενδεχομένως ενοχλεί κάποιον ομοφυλόφιλο αναγνώστη των βιβλίων σας είναι που μέσα του λέει, ας κάτσω λίγο πιο φρόνιμα, να μην είμαστε τόσο έξαλλοι, τόσο πρόστυχοι, γιατί οι άλλοι δεν θα μας αποδεχτούν. Να μη φωνάζουμε τόσο πολύ.

Δεν είναι η εξαλλοσύνη ή η προστυχιά μόνο. Γίνομαι κι εγώ έξαλλος και πρόστυχος αρκετές φορές, προκειμένου να σοκάρω ή να ωφεληθώ. Με απογοητεύει ο μονόδρομος που επιλέγουν πολλοί γκέι για να σηκώσουν το λάβαρο της ομοφυλοφιλίας, χωρίς να υπάρχουν βαθύτερα μέσα τους, κι αυτό τους στερεί από τη γνώση που θα μπορούσαν να έχουν για τους άλλους. Γι’ αυτό λοιπόν και άσκησα κριτική στην τρέχουσα ομοφυλοφιλική νοοτροπία και στα τέσσερα βιβλία μου, όμως τα βέλη ήταν στραμμένα μονίμως απέναντι σε εμένα πρώτα.

Προηγουμένως ανέφερες τον Όσκαρ Ουάιλντ. Ο αισθητισμός υπήρξε το σήμα κατατεθέν μια γκέι μορφωμένης ελίτ. Ισχύει ακόμα η άποψη ότι οι ομοφυλόφιλοι μοιράζονται σε κάποιο βαθμό μια κοινή αισθητική ή ακόμα ότι τους χαρακτηρίζει ένα ιδιαίτερο χιούμορ, μια αίσθηση του γελοίου;

Ίσχυε κάποτε ο αισθητισμός και δεν νομίζω ότι συμβαίνει το ίδιο σήμερα. Άλλωστε χρεοκόπησε γιατί παραήταν γραφικά όλα αυτά. Ο Προυστ να κυκλοφορεί με τις γούνες, ο Ουάιλντ σαν κυρία με τα καμέλιας, κι ο δικός μας ο Λαπαθιώτης σαν ξωτικό του Μενιδίου… Εξεζητημένα πράγματα, αλλά οι καημένοι δεν ήξερα τι άλλο να κάνουν για να φανούν διαφορετικοί. Βέβαια κατάφερναν να φέρουν σε αμηχανία την κοινωνία κι αυτό ήταν κάτι. Πολλών τα έργα όμως δεν άντεξαν στο χρόνο, κι αν επανέρχονται, είναι για «μουσειακούς» λόγους. Θα συμφωνούσα ότι οι γκέι διακρίνονται για το ιδιαίτερο χιούμορ τους, το μπλακ ή και το διεστραμμένο χιούμορ τους, που μερικές φορές βγαίνει από μια βαθιά πίκρα, από ταλαιπωρία και βάσανο. Όταν μάλιστα αυτοσαρκάζονται, γίνονται καλύτεροι.

Το πρώτο σας βιβλίο είχε τίτλο «Το Πάρκο» κι από τότε που εκδόθηκε πέρασαν δεκαέξι χρόνια. Τι έχει αλλάξει στο μεταξύ σ’ αυτούς τους χώρους;

Οι ίδιοι οι χώροι. Στη Θεσσαλονίκη ειδικά, μόνο κατ’ ευφημισμόν μπορούμε να μιλάμε για πάρκα. Τα έκαναν διάφανα οι δήμαρχοι για να προστατέψουν από προσβολές τη δημόσια αιδώ. σ’ όλες τις μεγάλες πόλεις προνοούν να υπάρχουν τόποι για κάθε χρήση: το πρωί να πηγαίνουν οι μαμάδες τα παιδάκια τους, νωρίς το βράδυ να βρίσκονται εκεί τα ζευγαράκια και αργά το βράδυ ως τα ξημερώματα να ψωνίζονται οι ομοφυλόφιλοι. Εδώ κοντεύω να συμπονέσω τα ετεροφυλόφιλα ζευγαράκια που δεν έχουν τόπο να χαμουρευτούν και λέω μέσα μου, κομμάτια να γίνει ο παλιός ζωολογικός κήπος που τον κατάντησαν έτσι, αφού βρίσκουν μια όαση εκεί τα σχολιαρόπαιδα και οι άστεγοι ρομαντικοί.

Και οι γκέι δεν σε απασχολούν;

Από τους γκέι που συχνάζουν στα πάρκα και τα πάρκινγκ θα περίμενα κάτι πιο εξτρεμιστικό, μια διαμαρτυρία οργανωμένη, να περιφέρονται, λόγου χάρη, κατά ομάδες, μια φορά την εβδομάδα έστω, και μόλις βλέπουν αστυνομία να ζητάει στοιχεία, να μαζεύονται όλοι γύρω απ’ τα περιπολικά, να δημιουργούν τότε επεισόδια, και όχι να το βάζουν στα πόδια, αφήνοντας πίσω κάποιους φουκαράδες που παρακαλάν ν’ ανοίξει η γη και να τους καταπιεί. Αλλά οι γκέι – όπως κι όλοι – είναι ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο δικός μας κώλος. Άλλοτε πάλι μου θυμίζουν τις συμμορίες των παλιών τσολιών, μόνο που δεν επιτίθενται, αλλά κράζουν και εμποδίζουν τη μοναχικότητα. Και η μοναχικότητα είναι ένας τρόπος για να οσμίζεσαι καλύτερα τον άλλον στην ερωτική προσέγγιση. Αυτές οι αδελφές κάνουν ό,τι μπορούν για να χαλάσουν την ψευδαίσθηση του περιστασιακού και του τυχαίου.

Αυτή η μανία πάντως με τα πάρκα να ανοίγονται τόσο πολύ, οι θάμνοι να καταστρέφονται εδώ στη Θεσσαλονίκη, ενώ αντίθετα στην Αθήνα πηγαίνεις στο Ζάππειο, στο Πεδίον του Άρεως και χαίρεσαι αυτά τα πάρκα, που όντας θαμνώδη, προσφέρονται για όλους τους ανθρώπους. Δε νομίζω ότι το πάρκο, εκεί που ήταν παλιότερα ο ζωολογικός κήπος, να έγινε καλύτερο. Το να ξηλώνουμε τη φύση δεν βελτιώνει την ποιότητα ζωής.

Αυτό δείχνει ότι εδώ στη Θεσσαλονίκη (αλλά και στην Αθήνα, τελευταία, τά ’καναν μαντάρα), είμαστε στο έλεος απολίτιστων ανθρώπων που μόνο καλλωπιστικά και… κραμπολάχανα ξέρουν να σπέρνουν παντού. Τα δέντρα και οι θάμνοι, από τότε που ψυλλιάστηκαν οι υπηρεσίες του δήμου τι μπορεί να κρύβουν, τέθηκαν υπό παρακολούθηση ή ξεριζώθηκαν. Αλλά, οι χοντροκέφαλοι, λίγο πιο πονηροί να ήταν θα τους έκοφτε ότι, όταν οι πάσης φύσεως αρχές γνωρίζουν ακριβώς τα στέκια των γκέι, είναι πιο διευκολυντικό να τους συλλάβουν για έλεγχο σε ενδεχόμενες δολοφονίες, κακοποιήσεις, κλοπές, κλπ. Τώρα, το «κακό» διασπείρεται σ’ ολόκληρη την πόλη.

Οι μπάτσοι δηλαδή μαζεύουν τους ομοφυλόφιλους από τα πάρκα κάθε φορά για φόνους;

Όχι, βέβαια. Θέλω όμως να πω πως στην ακραία περίπτωση που συμβεί ένας φόνος, το πάρκο – όταν είναι κανονικό πάρκο και όχι σι θρου – αποτελεί τον ενδεδειγμένο χώρο για να επέμβει η αστυνομία και να μαζέψει υπόπτους. Κι εδώ θυμάμαι μια εποχή που είχα στείλει γράμμα στον Ανδρέα Παπανδρέου καταγγέλλοντας τα υπαίθρια πογκρόμ της αστυνομίας εναντίον μας και μου απάντησε, ο Λιβάνης νομίζω, ότι στάλθηκε στην ασφάλεια Θεσσαλονίκης έγγραφο να ερευνήσουν την καταγγελία. ένα πρωί λοιπόν μου τηλεφωνούν από τη Βαλαωρίτου να περάσω για υπόθεσή μου. Με δέχτηκε στο γραφείο του ο διοικητής κι ευγενικά μου λέει: «Κύριε Παλαμιώτη, αντί να στέλνετε γράμματα στον πρωθυπουργό γιατί δεν έρχεστε εδώ να κουβεντιάσουμε το θέμα;» Κι ανοίγει συγχρόνως ένα φάκελο, όπου ήταν καταγραμμένες λεπτομερώς οι ημερομηνίες και τα σημεία που κατά καιρούς μου είχαν ζητήσει οι μπάτσοι τα στοιχεία μου. Συνέχισε να λέει κάτι για το Aids κι ότι τα όργανα μάς προστατεύουν, αλλά τον έβαλα στη θέση του. Αργότερα με αφορμή το κάψιμο των φακέλων των αριστερών, ο Βότσης δημοσίευσε στην «Ελευθεροτυπία» επιστολή μου, με την οποία ζητούσα να καούν και οι φάκελοι των ομοφυλόφιλων. Στην Αθήνα εξάλλου, μήνυσα αστυνομικό γιατί με χαστούκισε, έστειλα πάλι επιστολές, απάντησε ο τότε διευθυντής της Αστυνομίας, με αποτέλεσμα να με παρακαλέσει ο διοικητής του Τμήματος Ομονοίας να αποσύρω τη μήνυση, ενώ όση ώρα μου μιλούσε ήταν καρφωμένος στο «πακέτο» μου.

Θεωρείς λοιπόν ότι δουλειά των γκέι ομάδων είναι να ασχολούνται με τέτοια θέματα;

Θεωρώ ότι ένας οργανωμένος βομβαρδισμός από επώνυμες καταγγελίες, επισημάνσεις και προτάσεις στα μεγάλης κυκλοφορίας έντυπα αποτελεί μια πρώτη καλή τακτική γκέι ομάδας. Είναι σαν να λέτε, είμαστε εδώ, διεκδικούμε και για πολλά θεωρούμε διεστραμμένους όσους μας θεωρούν διεστραμμένους. Θα μπορούσατε ακόμα σαν «Πόθος» να επιμένετε να αποκτήσει η πόλη της 24ωρης βόλτα δημόσια ουρητήρια – το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Αρχίζοντας από τα μικρότερης σημασίας θέματα, θα φτάνατε έτσι ως τη διαμαρτυρία για την καθαίρεση ενός αστυνομικού ή τη δυσμενή μετάθεση ενός δικαστή, μόνο και μόνο επειδή είναι γκέι.

Από τη Νομαρχιακή και Τοπική Αυτοδιοίκηση τι περιμένετε;

Απολύτως τίποτα. Από τους πολίτες περίμενα πολλά, όμως στη Θεσσαλονίκη οι άνθρωποι μόλις άρχισαν να ξυπνάνε, ίσως γιατί τα ΜΜΕ βρίσκονται συγκεντρωμένα στην Αθήνα κι ο έλεγχος ασκείται από εκεί.

Νιώθεις καμιά φορά αυτή τη νοσταλγία, τη λύπη ή τον εκνευρισμό που νιώθουν μερικοί για όσα έζησαν κάποτε;

Για τις πιάτσες που χάθηκαν, για τα τεκνά που έκαναν σαν τρελά να γαμήσουν αδελφές… Γοητευτικές ιστορίες και εποχές, όπως τότε στην παλιά «Στάσα» – όχι την αρχική στη Σταυρούπολη, την ενδιάμεση με το γεφυράκι – που φλέρταρα ένα φανταράκι στο απέναντι τραπέζι και κάποια στιγμή με φώναξε στην παρέα του κι εγώ πήγα, όμως δεν κάθισα στην καρέκλα αλλά δίπλα του σχεδόν γονατιστός, και σκύβει ξαφνικά αυτός και μου δίνει ένα φιλί ατέλειωτο μπροστά στ’ άλλα φαντάρια. Μου κόπηκε η ανάσα, ντράπηκα, να φανταστείς, πιο πολύ εγώ – συναρπαστική αίσθηση. Μετράει πού για μένα να γίνονται έτσι τα πράγματα. Πάντως, αλήθεια, δε νιώθω σπουδαία νοσταλγία για κείνες τις εποχές. Προσαρμόστηκα εύκολα, μ’ αρέσει το σώμα του ομοφυλόφιλου γιατί είναι πολυπρισματικό, κι επιπλέον δεν απαιτεί ταπεινωτικές διαδικασίες μέχρι να το τουμπάρεις. Αρκετοί γκέι, ιδίως κάποιας ηλικίας, ακόμα δεν συμβιβάστηκαν με την ιδέα να κάνουν έρωτα με γκέι, ψάχνουν το καθαρόαιμο αρσενικό, και δεν είναι πάντα πολύ κακό αυτό, αρκεί να καταλαβαίνουν ότι πρόκειται για αυταπάτη όταν δήθεν το ανακαλύπτουν.

Πριν μερικά χρόνια είχατε έντονη παρουσία μέσα από την εκδοτική προσπάθεια της ομάδας «Κράξιμο».

Η Πάολα ήταν το «Κράξιμο», ήμουν και παραμένω φίλος της, έγραφα συχνά στο περιοδικό της κι έδινα επίσης καμιά γνώμη. Δεν είχα την ίδια σχέση με το περιοδικό GAY του Βαλλιανάτου κι ας φερόμουν ως μέλος της συντακτικής ομάδας. Πρωτοξεκίνησα όμως τη δημοσίευση κειμένων μου στο «Αμφί», τότε που το διηύθυνε ο αναντικατάστατος Λουκάς Θεοδωρακόπουλος.

Εμείς πάντως, για να επανέλθουμε εν συντομία σε προηγούμενη κουβέντα μας, έχουμε αποφασίσει σαν ομάδα, με τις δυνάμεις που διαθέτουμε, να ασχοληθούμε περισσότερο με την εκδοτική προσπάθεια που λέγεται «Πόθος». Αυτές πιστεύουμε ότι είναι οι δυνατότητές μας. Το να καθίσουμε να παίξουμε ρόλο βουλευτή, νομίζω δεν μας ταιριάζει. Για να παίξεις έναν τέτοιο ρόλο άλλωστε, θα πρέπει να έχεις από πίσω σου ένα κίνημα πολύ μεγάλο. Οπότε ακολουθούμε αυτό το δρόμο, και νομίζω ότι είναι κι ο καλύτερος. Το να στέλνουμε επιστολές μόνο, το κάνουμε κι αυτό, αλλά σε μικρότερο βαθμό.

Δικαίωμά σας είναι να κάνετε ό,τι θέλετε, αν και όσα είπες υποθέτω ότι συμπυκνώνουν τους στόχους της ομάδας μη τυχόν και παρεξηγηθείτε. Αυτή τακτική των ισορροπιών λοιπόν με έκανε να μη θέλω να έχω σχέση με τα κινήματα. Προτιμάω, αν θες να ξέρεις, έναν προικισμένο δικτάτορα, παρά συλλογικά όργανα. Κάποτε εξέδιδα κι εγώ ένα περιοδικάκι από τη Χ.Α.Ν. Καλαμαριάς – από τα πρώτα δωρεάν έντυπα της πόλης. Το σταμάτησα λίγο πριν μου το σταματήσουν για ευνόητους λόγους.

Διάβασα κάπου ότι το κίνημα των γκέι είναι στην ουσία κίνημα διαμαρτυρίας. Δεν πρόκειται δηλαδή να φτάσει παραπέρα, να προτείνει κάτι νέο. Όταν τα πράγματα είναι χαλαρά, όλα είναι εντάξει, όταν όμως σφίγγουν τα πράγματα, αυξάνουν οι διαμαρτυρίες και τα κινήματα.

ΜΑ κίνημα διαμαρτυρίας πρέπει να παραμείνει το κίνημα των γκέι. Για να διατηρείται πάντα ακμαίο και σε εξέλιξη. Τι δηλαδή; Να ζητάμε γάμους, υιοθεσίες και τέτοιες γελοιότητες; Όποιο θέλουν να συζήσουν, ας το κάνουν… αστεφάνωτοι. Θα βρουν τρόπο να υιοθετήσουν και παιδί να το θέλουν πολύ. Μόδα είναι η ομοφυλοφιλία να προτείνει κάτι νέο. Μη σώσει και γίνει αποδεκτή! Ξέρεις πόσο αναζωογονητικό είναι να παλεύεις συνεχώς; Γιατί νομίζεις παρατάθηκε η νεότητά μου;

Δεν χρειαζόμαστε κάποιες νομοθετικές ρυθμίσεις;

Μόνο σε επίπεδο ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ανεξάρτητα από φύλο και ερωτικές προτιμήσεις. Αλλά στην Ελλάδα δεν πρέπει να ’χουμε μεγάλα παράπονα…

Πιστεύεις ότι οι ομοφυλόφιλοι έχουν κάτι ιδεολογικά κοινό μεταξύ τους;

Τα τελευταία χρόνια, μόνο το Aids. Και εξαιτίας της αρρώστιας έγινε, άλλωστε αποδεκτή κοινωνικά η ύπαρξη των ομοφυλόφιλων. Τα παράδοξα των καιρών: πεθαίνεις και αναγνωρίζουμε ότι υπάρχεις. Τρομοκρατήθηκαν, βέβαια, όλοι γιατί σου λένε κάτι σοβαρό τρέχει. Για να διαδίδεται τόσο πολύ το Aids, για να αρρωσταίνει τόσος κόσμος, ή πολλοί είναι οι ομοφυλόφιλοι, ή μεγάλος αριθμός ετεροφυλόφιλων έχει σεξουαλικές επαφές μαζί τους.

Πιστεύεις ενδόμυχα ότι οι ομοφυλόφιλοι είναι ομάδα υψηλού κινδύνου.

Στην αρχή, αναμφίβολα ήταν η υπ’ αριθμόν ένα ομάδα υψηλού κινδύνου. Γιατί στους γκέι εκδηλώθηκε πρώτα, και λόγω της ακολουθούμενης πρακτικής στις επαφές τους και εξαιτίας των πολλών συντρόφων. Αργότερα, ομάδες υψηλού κινδύνου έγιναν σαφώς όσοι δεν έπαιρναν προφυλάξεις. Τώρα πια η πλάστιγγα γέρνει αλλού… Μ’ ενοχλεί πάντως που πολλοί γκέι από το φόβο τους για το Aids δεν κάνουν καθόλου έρωτα, κατάντησαν φυτά ή προσέχουν σε βαθμό υστερίας. Όπως και να ’χει όμως, οι καινούριες γενιές των ομοφυλόφιλων θα προκύψουν υγιέστερες και ανθεκτικότερες των ετεροφυλόφιλων. Κι αυτό γιατί εξαντλούν όλα τα περιθώρια περί υγιεινής ζωής. Να μου το θυμηθείτε, βλέπω στον κοντινό ορίζοντα μια νέα άρια φυλή αμιγώς ομοφυλόφιλη.

Από το πάρκο στο κενό
…μετά ομοφυλοφιλικών επιδόσεων: στα ουρητήρια

 

Συνέντευξη Πάολα: Από τη Μελίνα στη Ρούλα

Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στον Πόθο, τ.16, Νοέμβριος 1997

Πάολα, εσύ που είσαι τόσα χρόνια gay activist και μέσα στα πράγματα, πες μας, επιτέλους, ποιος είναι ο μεγαλύτερος γκέι ακτιβιστής στην Ελλάδα.

Δεν ξέρω ποιος είναι ο μεγαλύτερος γκέι ακτιβιστής στην Ελλάδα – υπήρξαν πράγματι γκέι ακτιβιστές; Εγώ ξέρω μερικά περιοδικάκια… Γκέι ακτιβιστές στην Ελλάδα ξέρεις ποιοι ήταν; Ήταν οι διάφορες αδερφές που μεγαλώσανε χιλιάδες άντρες, που μεγαλώσανε χιλιάδες τεκνάκια – η Σουσού από τον Πειραιά, η Φωφώ από την Κατερίνη, η Σουζάνα η Θεσσαλονικιά. Αυτές ήταν ακτιβίστριες κι όχι μερικά νούμερα, μερικές αποτυχημένες οι οποίες θέλουν να εκμεταλλευτούν έναν γκέι χώρο, μόνο και μόνο για να πηγαίνουν στα μπαράκια και να λένε «είμαστε εμείς».

Τώρα μιλάς για το παρόν ή για το παρελθόν;

Και για το παρελθόν… Ναι, αν θέλεις να μιλήσουμε για το περίφημο ΑΚΟΕ. Μετά την μεταπολίτευση που ήταν όλα τα εναλλακτικά κινήματα στη φάση τους – ήτανε λίγο τα πράγματα ανεβασμένα – υπήρχε και το ΑΚΟΕ. Το ΑΚΟΕ ιδρύθηκε από μερικούς φωτισμένους και συνειδητοποιημένους ομοφυλόφιλους οι οποίοι βγάλανε ένα σπουδαίο περιοδικό. Αλλά δεν υπήρξε ποτέ κίνημα ομοφυλόφιλων, ούτε γκέι ακτιβιστές στην Ελλάδα. Το ΑΚΟΕ τι ήταν; Ήταν μια ομάδα τεσσάρων-πέντε ανθρώπων που έβγαζαν ένα περιοδικό, το «Αμφί», που έπαιξε σημαντικό ρόλο εκείνη την εποχή. Μετέπειτα υπήρξαν άνθρωποι οι οποίοι θέλανε να εκμεταλλευτούν αυτό το γκέι κόσμο και τη δίψα του για διασκέδαση, επικοινωνία κι όλα αυτά, και βάλανε μια ταμπέλα του γκέι ακτιβιστή και καταστάσεις.

Ξέρεις εγώ γιατί θλίβομαι; Θλίβομαι μ’ αυτό το σκουπίδι το οποίο κυκλοφόρησε με εξώφυλλο π.χ. τη Ρούλα Κορομηλά και λέω «πού φτάσαμε;». Από τη Μελίνα Μερκούρη στην κάθε Ρούλα! Ξέρεις, το «Αμφί», το «Κράξιμο», ακόμη και το περιοδικό το δικό σας, είναι περιοδικά που δεν πρέπει να μας απασχολεί τόσο πολύ η κυκλοφορία τους και το πόσο θα πουλήσει και το πού θα πουλήσει. Εκείνο που μας απασχολεί σ’ αυτά τα περιοδικά είναι εκείνοι που τα διαβάζουνε να μάθουν κάτι. Να τα βρούνε με τον εαυτό τους. Ούτε μπορεί να λέει ο κύριος Τάδε «εμείς δεν είμαστε περιοδικό της χούφτας»! Δηλαδή το «Αμφί», που έβαζε πούτσες, τι ήταν; Περιοδικό της χούφτας ήταν; Δηλαδή εγώ που βάζω πούτσες από τεκνά που είχα γαμηθεί τόσα χρόνια, τι είμαι; Της χούφτας; Και δεύτερον, είναι αγάμητες οι αδερφές αυτές. Μία μία τις ξέρω. Είναι άνθρωποι που είναι ανίκανοι να παρακολουθήσουν μια καλή ταινία, είναι ανίκανοι ν’ ακούσουν ένα καλό τραγούδι, είναι ανίκανοι να αισθανθούν πολλά πράγματα γύρω τους και θέλουν να κάνουν τους απελευθερωτές. Πώς είναι δυνατόν; Προσπαθούν με λίγα λόγια να γκρεμίσουν όσα έχουνε καταφέρει – αυτοί που τα καταφέρανε – επί χρόνια.

Εσύ δηλαδή πώς τους βλέπεις όλους αυτούς που βγάζουν αυτά τα περιοδικά;

Κοίταξε να δεις, εγώ είμαι πολύ αισιόδοξη. Δεν νομίζω ότι θα επιβιώσουνε διότι, κακά τα ψέματα, ο κόσμο έχει αισθητήριο και μυρίζεται το καλό και το κακό. Γιατί, τόσα δεν άκουσα, τόσα χρόνια στη ζωή μου; Τόσα βρισίδια! Επιβίωσα γιατί ήμουν καλό στοιχείο, όσο κι αν αυτό δεν στέκει να το λέω εγώ. Αλλά βλέποντας τη σαβούρα που κυκλοφορεί γύρω μου, τολμώ να πω ότι είμαι ένας καλός άνθρωπος.

Ας πάμε ξανά στο παρελθόν για λίγο. Με τις κλειδωμένες πόρτες και τα κλειδωμένα υπόγεια τι σχέση έχεις;

Να σας πω κάτι, που κι εσείς από την εμπειρία σας το έχετε καταλάβει: ένα σοφό στίχο σε μια συνέντευξη που είχε πει ο συντοπίτης σας ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Ότι δηλαδή δεν ενώνει ο κώλος τους ανθρώπους. Όπως και να το κάνουμε το ότι ο άλλος είναι ομοφυλόφιλος δεν σημαίνει τίποτα για μένα. Ξέρω χιλιάδες ομοφυλόφιλους που είναι πολύ φασίστες στην προσωπική τους ζωή. Πάολα, θα μου πεις, τι είσαι, ηθικός; Δεν το λέω καθόλου από ηθικοπλαστική άποψη αυτό το πράγμα. Δεν μπορούν, όμως, να βγαίνουν μετά αυτοί και να λένε «εμείς» κι «εμείς»…

Εγώ αντιμετώπισα πολλά προβλήματα – κι όταν ήμουν πιο μικρή και σαν τραβεστί είσαι πάντα πιο ευάλωτη όταν είσαι στο δρόμο – αλλά κι ένας ομοφυλόφιλος, ο οποίος το λέει, αντιμετωπίζει πάντα κινδύνους γιατί ο κόσμος είναι κακός. Αλλά τα περισσότερα που αντιμετώπισα τα έχω πάθει από τις αδερφές!

Δεν θα ξεχάσω, σε μια περίοδο χάλια, που όλοι έχουμε περάσει στη ζωή μας, μια περίοδο που με κυνηγούσε η αστυνομία, που δεν ήξερα πού να πάω να κοιμηθώ – με τους γονείς μου τότε δεν τα είχα καλά, δεν μπορούσα να κατέβω στην πιάτσα να μαζέψω χρήματα γιατί θα με συλλαμβάνανε – που κοιμόμουνα στο υπόγειο του ΑΚΟΕ για μερικές νύχτες. Το είχαμε ανοίξει με τον Αλέξη Μπίστικα. Μερικοί το ξέρανε και, θυμάμαι, γύρισαν και κάνανε συνέλευση και με διώξανε από το ΑΚΟΕ μόνο και μόνο για να μην βρουν το μπελά τους. Κι η ειρωνεία της υπόθεσης, έγινε κι αυτό, ήταν πως πήγα να πεθάνω – την εποχή που έγραψα κάποια ποιήματα – και ήρθε το περιπολικό για να με σώσει και μου ’βαλε το χέρι του ο μπάτσος μέσα στο λαιμό μου για να κάνω εμετό. Μ’ έσωσε ποιος; Ο μπάτσος! Που εκείνη την εποχή τους θεωρούσαμε εχθρούς μας.

Και να σου πω γιατί εκείνη την εποχή με διώξανε από το ΑΚΟΕ. Ήταν γιατί ήμουνα μικρούλα ομορφούλα, φαινόμουνα όπου κι αν πήγαινα. Τι να κάνω, δεν το επεδίωκα – η συμπεριφορά μου, το ταμπεραμέντο μου, ο χαρακτήρας μου… Πουτανιάρα! Βλέπανε την Πάολα με τόσα τεκνά και το ότι δεν φοβόμουνα… Γιατί, μη νομίζεις ότι όλοι αυτοί μόνο όταν πηγαίνανε εκεί κάτω λέγανε τα επαναστατικά τους! Την άλλη μέρα πηγαίνανε στη δουλίτσα τους, στην οικογένειά τους και δεν τους ήξερε κανένας. Εγώ έτρωγα το κράξιμο, εγώ είχα το πρόβλημα. Από την άλλη όμως δεν μπορούσαν να με δεχτούν εμένα ποτέ σαν άνθρωπο, δεν μπορούσαν να δεχτούν την προσωπικότητά μου.

Θυμάμαι ότι είχανε μαζευτεί δέκα αγάμητες στην κυριολεξία – η Τζαβούλα, η Σουσού, κάτι εντελώς λούμπεν, που αν δεν ήταν αδελφές μπορεί να ήταν κλεφτοκοτάδες στη συμπεριφορά τους σαν άνθρωποι – κι είπανε να φύγει η Πάολα από εδώ μέσα. Την κατάσταση απ’ αυτή την ιστορία την εκμεταλλεύτηκε ο Βαλλιανάτος ώστε να μην υπάρχει άλλος, να είναι μόνο αυτός. Καταστράφηκε το περιοδικό «Αμφί»: το πήρε στα χέρια του ο Βαλλιανάτος κι άρχισε να κάνει ένα γκλάμορους περιοδικό. Δεν μπορείς να πάρεις το «Ριζοσπάστη» και να τον κάνεις γκλάμορους! Το «Αμφί» ήταν από μόνο του αυτό που ήτανε. Θυμάμαι, λοιπόν, που μας είχανε κλειδώσει μέσα στο ΑΚΟΕ εμένα και τον Κυριάκο (δεν θυμάμαι αν ήταν κι ο Θοδωρής) κι ήρθε και μας άνοιξε ο συχωρεμένος ο Κώστας Ταχτσής με τη βοήθεια ενός κλειδαρά. Και του ’λεγε του Ταχτσή ο κλειδαράς: «Ε, φίλε, δεν ξέρεις ελληνικά;» και τότε του απάντησε ο Ταχτσής: «Δόξα σοι ο Θεός, στην Ελλάδα με ξέρουν για τα καλά ελληνικά μου.» Από όλη αυτή την περιπέτεια θυμάμαι αυτή την ατάκα του Ταχτσή. Πόσο αισχρά μου φέρθηκε μια ομάδα ομοφυλόφιλων στην Ελλάδα…

Αλλά από την άλλη, να μην είμαι και αχάριστη, υπάρχουν οι συνεργάτες και οι αναγνώστες του περιοδικού μου («Κράξιμο»), όπως υπάρχουν και χιλιάδες παιδιά που είναι πιο απελευθερωμένα. Όπως υπάρχουν και πολλοί που ζούνε την ομοφυλοφιλία τους με σεμνότητα, ζούνε τον έρωτά τους με τον τρόπο τους και δεν θέλουν να μπερδεύονται μ’ αυτές τις ιστορίες. Τρομάζουνε. Το ξέρεις ότι πήγα σε γκέι μαγαζί με ένα παιδί και φοβήθηκε; Τρομοκρατήθηκε – μπήκε μέσα και πέσανε να το φάνε… Όχι πως έχω τίποτα με τα μπαρ, αλλά εγώ είμαι της γενιάς των πάρκων. Πηγαίναμε στα πάρκα, κάναμε άλλες κοινωνικές σχέσεις. Οι γκέι είχαμε τη λάλα μας, τα καλιαρντά μας, ερχόντουσαν τα τσόλια… Αυτή η αγριότητα που υπάρχει σ’ αυτά τα κλαμπ που πηγαίνεις κάτω, καυλωμένες αδερφές έτοιμες να σε κατασπαράξουν, δεν ξέρω, δεν μου πάει εμένα.

Στην πρώτη gay pride που έγινε μετά τις pride του «Κράξιμο» ήταν «περισσότεροι στρέιτ παρά γκέι». Τι έχεις να πεις γι’ αυτό;

Πάντα ερχόντουσαν γκέι παιδιά στο gay pride που έκανα. Να μου πεις δεν ερχόντουσαν οι κομμώτριες που είχανε πρότυπο τον Τρύφωνα Σαμαρά και τον Βασίλειο Κωστέτσο. Τι να τις κάνω, τι με νοιάζουν αυτές; Εγώ θέλω σοβαρούς ανθρώπους. Αν κάνεις ένα gay pride και σου μαζευτεί ο Κωστέτσος κι οι άλλοι, εντάξει. Είναι το τι κόσμο θέλεις δίπλα σου. Τι κοινό σημείο έχω εγώ με τον κύριο που διαφημίζει τη Στιρέλλα; Στο gay pride πάντοτε ερχόντουσαν και γκέι και νεολαία και στρέιτ κόσμος. Ο στρέιτ κόσμος που ερχότανε, δεν ερχόταν για να γελάσει, αλλά για να διασκεδάσει. Ε, τώρα να μαζευτούν 100 αδερφές και να κλειστούν σ’ ένα μπαρ και να το λένε «gay pride»… το κάνουν κάθε μέρα στ’ άλλα τα μαγαζιά, τι διαφορά έχει; Εμείς το κάναμε έξω. Ερχόταν τόσος κόσμος κι όμως δεν το εκμεταλλευόμασταν. Δίναμε ένα πεντακοσάρικο το ποτό και διακόσιες δραχμές τη μπύρα. Βγάζαμε τουλάχιστον τα έξοδά μας. Τώρα, αν βγάζαμε και κάποιο κέρδος καλό θα ήτανε – δεν βγάζαμε όμως, ψίχουλα.

Αλλά μη νομίζεις ότι θα αφήσω το gay pride εγώ, γιατί το gay pride είναι δημιούργημά μου. Έφαγα ξύλο εγώ! Θυμάμαι, πριν πολλά χρόνια, που είχα ξαπλώσει στο Ζάππειο – ήτανε κωμικοτραγική η σκηνή αυτή – και με είχανε κυκλώσει 20 ΜΑΤατζήδες γύρω γύρω και καθόμουν εγώ κάτω μ’ ένα πανό και δεν έφευγα γιατί ήταν δημοσιογράφοι γύρω γύρω. «Σήκω, σήκω» μου λέγανε και με σηκώνανε. Κι έρχεται τώρα αυτή η πουστάρα στην «Ελευθεροτυπία» [Σ.σ. εννοεί τον Μιχάλη Πεκρίδη] να μου λέει ότι τώρα γίνεται για πρώτη φορά η gay pride στην Ελλάδα, που την κάνω τόσα χρόνια!

Το θέμα είναι ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι και το gay pride και τον γκέι τύπο θέλουν να εκμεταλλευτούν για καθαρά προσωπικό όφελος. Θέλουν να μαζικοποιήσουν τους ομοφυλόφιλους, να τους κλείσουν στα μπαράκια και να τους εκμεταλλεύονται. Επιτέλους οι γκέι πρέπει να αποφασίσουν να βγαίνουν λίγο έξω, να κάνουν τη λάλα τους, να ξανασπουδάσουν τα καλιαρντά, να αρχίσουν την πλάκα τους… κι όχι βολευτήκαμε, πήγαμε στο τάδε μαγαζί, στα σκοτάδια κάναμε καμιά πιπούλα ή ανταλλάξαμε κανένα τηλέφωνο κι ησυχάσαμε. Δεν νομίζω να είναι μόνο αυτό η ζωή τους.

Κι αυτά χρειάζονται όμως. Έτσι δεν είναι;

Φυσικά κι αυτά χρειάζονται. Γιατί, κακό κάνουν τα τσιμπούκια; (γέλια)

Μιλάω για τα μπαρ…

Φυσικά και χρειάζονται. Δεν έχω τίποτα με τα μπαρ, πρόσεξε, αλλά βλέπουμε αυτή την τάση να τους μαντρώσουμε. Ε, τι να κάνουμε; Εγώ είμαι άλλης γενιάς, είμαι του Ζαππείου! (γέλια)

Μιας και μιλάμε τώρα για μπάρες, έπειτα από όλο αυτόν τον φεμινισμό και την πολιτική ορθότητα, μήπως δεν πρέπει να μιλάμε τόσο πολύ για πούτσους;

Να μιλάμε για πούτσες κι οι φεμινίστριες ήτανε κορόιδα που δεν εκμεταλλευθήκανε την πούτσα – να την πιάσουνε, να τη χαρούνε. Τώρα το καταλάβανε κι αυτές και ξεσαλώνουν! Κατάλαβες, έληξε η υπόθεση, γιατί από τη φύση της η γυναίκα είναι πολύ πιο δυναμική από τους άντρες. Εδώ γινόμαστε εμείς γυναίκες και κάνουμε τους άντρες ό,τι θέλουμε. Φαντάσου να είσαι γυναίκα όμορφη και έξυπνη από τη φύση σου, τι επιτυχίες θα είχες. Οι φεμουνίστριες! Ε, μα πια!

Τώρα πια εσύ ασχολείσαι με τον gay τύπο;

Όχι, μόνο με τον Gay Οδηγό – που κι αυτόν πήγαν να μου τον φάνε! Ασχολήθηκα με τον εαυτό μου τα τρία τελευταία χρόνια. Πάντοτε ασχολιόμουν με τον εαυτό μου, αλλά τώρα ήταν σε εντελώς άλλο επίπεδο, γιατί μέχρι πριν ήμουν εντελώς αβάσταχτη ελαφρότητα κι επιφανειακή. Τώρα συνειδητοποίησα ποιοι είναι οι εχθροί μου οι πραγματικοί. Είχα φανταστικούς εχθρούς. Όταν ξέρεις ότι είσαι μπερδεμένος, δημιουργείς φανταστικούς εχθρούς! Εγώ, τα περισσότερα που έχω πάθει, τα έχω πάθει από τις αδερφές. Από την άλλη, από την Ελλάδα πήρα τα ωραιότερα της παιδιά κι εξακολουθώ. Είναι αχαριστία να μιλάω γι’ αυτά τα πράγματα. Κι είναι αχαριστία, όπως λένε πολλοί ομοφυλόφιλοι, να λένε ότι σήμερα καταπιεζόμαστε. Ναι, υπάρχει καταπίεση, αλλά από ένα σημείο και μετά ευθυνόμαστε οι ίδιοι για την κατάστασή μας.

Με τον γκέι οδηγό δεν φοβάσαι μήπως σε κατηγορήσουν ότι βγάζεις χρήματα από το γκέι κίνημα;

Δηλαδή τι; Η δουλειά μου είναι αυτή – τι «βγάζω χρήματα από αυτό το πράγμα»; Η δουλειά μου είναι. Η Πάολα από αυτά τα πράγματα ζει. Πεζοδρόμιο κάνει, από το γκέι οδηγό θα ζει και μερικές εκδόσεις θα κάνει. Και μακάρι κι από το «Κράξιμο» να έβγαζα λεφτά να το χαιρόμουνα, να είχα τη δυνατότητα να βγάζω περισσότερα «Κράξιμο» και να ζούσα και καλύτερα. Τι θέλουνε δηλαδή; Φυσικά και θα βγάλω λεφτά, δεν τον κάνω για την ψυχή της μάνας μου! Τους βγάζω έναν καλό τουριστικό οδηγό, να μπορούν να περάσουνε καλά και να βγάζω κι εγώ κανένα φράγκο. Δεν είναι κακό.

Μετά το «Κράξιμο» και τον «Gay Οδηγό» τι γίνεται; Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια;

Ετοιμάζω κάποιες εκδόσεις. Βλέποντας όλους αυτούς του φελλούς που πραγματικά θέλουνε ξύλο – δεν θέλουν μόνο να τους αγνοείς ή να τους περιφρονήσεις. Διότι ίσως επηρεάσουν αρνητικά ένα ποσοστό νέων παιδιών. Εμείς βγάζαμε τα περιοδικά, διαβάζαμε κάποιον Μπάροουζ, μαθαίναμε για μερικούς ανθρώπους, ανοίγαμε και κανένα βιβλίο. Τώρα δεν μπορείς να έχεις ένα εξώφυλλο τη Ρούλα Κορομηλά και να την έχεις να σου λέει «εγώ δεν δέχομαι τους γκέι». Σαν να λέω «εγώ τα σκυλάκια τα αγαπάω και τα συμπαθώ». Δεν με ενδιαφέρει εμένα να με δεχτεί, με ενδιαφέρει εγώ να τη δεχτώ. Και δεν τη δέχομαι εγώ την κυρία! Τι είναι αυτά, ντροπή τους! Και ευθύνονται και οι μαγαζάτορες. Εγώ θα τα βάλω και με ορισμένους μαγαζάτορες – χέστηκα, μου δώσουν δεν μου δώσουν διαφημίσεις. Ευθύνονται και οι μαγαζάτορες που χρηματοδοτούνε ένα τόσο αισχρό περιοδικό. Ας πάρουνε το Ciao – περισσότερες αδερφές έχει το Ciao και είναι και έγχρωμο, με την τάδε αδερφή, τη δείνα κομμώτρια, γεμάτα αδερφές είναι τα λαϊκά περιοδικά. Θα ξανακυκλοφορήσω και το «Κράξιμο», σε πρώτη φάση όμως ένα τεύχος με τις καλύτερες συνεντεύξεις, με τα καλύτερα κείμενα που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό.

Και με τα καλύτερα τεκνά;

Κάτσε! Αυτό θα είναι άλλη έκδοση! Να βγάλουμε κι εμείς κανένα φράγκο από τα τεκνά. Τι να κάνουμε, να ζήσουμε όλοι πρέπει. Έτσι δεν είναι;

Κάποιοι θα έλεγαν πως μιλάς τη γλώσσα της προηγούμενης δεκαετίας. Μερικοί έχουν προχωρήσει μπροστά.

Σε τι μπροστά προχωρήσανε; Ποιο ήταν της περασμένης δεκαετίας;

Αυτά που λες, ιδεολογίες, ο Μπάροουζ, τα τεκνά στα πάρκα…

Δεν με δεσμεύει πια καμία ιδεολογία. Είμαι ο πιο καλογαμημένος άνθρωπος στην Αθήνα. Από το σπίτι μου περνάνε τα πιο ωραία τεκνά – κούκλοι – δεν είχα ποτέ προβλήματα, κουκλίτσα ήμουνα, κουκλίτσα είμαι, τσαχπίνα είμαι, θηλυκιά είμαι, σουξέ στο Μεγάλο Πεύκο έχω, τα πιο ωραία τεκνά διαλέγω, κανένα πρόβλημα δεν έχω. Αλλά δεν θέλω να φτύνω ποτέ στο πηγάδι όπου έπινα νερό κι εγώ ήπια νερό και στάθηκα σαν άνθρωπος μέσα απ’ αυτά τα πράγματα που τα θεωρείτε εσείς ντεμοντέ. Αυτό είναι. Προσπαθώ να έχω μια αξιοπρέπεια στη ζωή μου κι αυτό είναι το σημαντικότερο νομίζω.

Πες μας μερικά πράγματα για τους τραβεστί;

Θα πω, γιατί όλοι τους οι ομοφυλόφιλοι έχουν για πρότυπο έναν άντρα, άσχετα αν στην πορεία τα φτιάχνουν με έναν άλλο γκέι. Λοιπόν, οι τραβεστί είναι αυτό που πολλοί θα θέλανε, αλλά τους τρομάζει. Πρώτον, έχουμε μια τρομερή ελευθερία, δεν υπολογίζουμε τίποτα. Δεύτερον, έχουμε ένα φοβερό ερωτισμό και γι’ αυτό μας θέλουν και δεν μας θέλουν, επειδή είναι καταπιεσμένες αδερφές. Αυτό είναι ένας μύθος, που το λένε οι ίδιοι οι ομοφυλόφιλοι, που μισούν τις τραβεστί. Και μη ξεχνάμε ότι οι τραβεστί έχουν μεγαλώσει γενιές αγοριών σ’ αυτή τη χώρα – όπως και μερικοί ημιτραβεστί. Και αυτά τα ξέρετε, τα έχετε ζήσει και τα βλέπετε.

Πάντοτε όμως μια τραβεστί ξεκινάει από μια αδερφή πρώτα;

Ε, ναι! Πώς θα ξεκινήσει; Από μόνος του δεν γίνεται! (γέλια)

Για το επόμενο καλοκαίρι πού μας προτείνεις να πάμε διακοπές;

Το επόμενο καλοκαίρι… Στη Λήμνο, είναι γεμάτο φαντάρια. Βγαίνουνε 50-50, αλλά έτσι δεν κάνεις χαΐρι. Πρέπει να τους πετύχεις μόνους για να κάνεις κάτι.

Τώρα πια οι πιάτσες τραβεστί έχουν αλλάξει. Δουλεύετε με κινητό τηλέφωνο, δεν βγαίνετε τόσο πολύ;

Όχι, όχι, δεν αλλάζει το παραδοσιακό ψωνιστήρι κι ούτε πρόκειται να αλλάξει. Δεν είμαστε τόσο πολύ του τηλεφώνου, θέλουμε να το ψάξουμε, να γυρνάμε, να αλητεύουμε. Τι είναι η Συγγρού; Παζάρι είναι – κατεβαίνεις, τζερτζελές γίνεται κάτω. Απλώς, βγήκανε τα κινητά, εξελίσσεται ο κόσμος… Βάζουμε και αγγελίες, δουλεύουμε και μέσα από αγγελίες.

Έχω την εντύπωση ότι όλοι αυτοί που παίρνουν τηλέφωνο στους τραβεστί θέλουν περισσότερο να γαμηθούν παρά να γαμήσουν…

Γιατί στερείς το δικαίωμα στον άλλο να γαμηθεί; Το να γαμήσεις είναι πολύ εύκολο σήμερα – το να γαμηθείς είναι το δύσκολο! Και το αντικείμενο του πόθου είναι η πούτσα. Κι εκεί είναι η διαφορά ενός γκέι μ’ έναν στρέιτ που πηδιέται: είναι ότι ο γκέι πηδιέται και στο μυαλό ενώ ο στρέιτ με τον κώλο του κάνει μια φορά στις τόσες την καύλα του. Δεν σημαίνει ότι είναι και αδερφή ο άνθρωπος ή ότι είναι γκέι. Θα το κάνει γιατί είναι δικαίωμά του να καυλώνει με το κώλο του!

Βαρδάρι και Θεσσαλονίκη: Για πες μας τις εντυπώσεις σου από επάνω.

Της έτρεφα της Θεσσαλονίκης μεγάλης εκτίμησης, τώρα καθόλου. Τώρα στο Βαρδάρι συχνάζουν όλο κακοί άνθρωποι, μια μαφία. Κατά δεύτερον, και λίγο οι Θεσσαλονικείς είναι σαβουρογάμηδες. Λένε ότι είναι ερωτικοί, γιατί πηγαίνανε μερικές αδερφές τις οποίες δεν τις γαμούσανε στην Αθήνα, τις γαμάγανε στη Θεσσαλονίκη και λέγανε «τι ερωτική που είναι η Θεσσαλονίκη!» Εγώ όταν φτιάχνομαι, κάθομαι μια ώρα στον καθρέφτη, για να βγω κουκλίτσα. Και κατεβαίνω στο Βαρδάρι και βλέπω πως τα ίδια τεκνά που με κάνουνε θεά, να πηγαίνουνε με τον Τάδε ή με την Δείνα… που είναι ό,τι πιο απαράδεκτο από θέμα αισθητικής. Τι να πω εγώ; Όπου βρείτε το βάζετε εσείς οι θεσσαλονικείς. Όχι ότι έχω πρόβλημα να πηγαίνουνε με τον οποιοδήποτε… – να πηγαίνουν, και η καύλα είναι προσωπική υπόθεση – αλλά να κάνουν διακρίσεις. Αυτοί είτε γαϊδούρα είναι είτε Σάρον Στόουν τη γαμάνε. (γέλια). Το να είσαι Σάρον Στόουν και να βλέπεις το άλλον να γαμάει τη γαϊδούρα, ε, σου κακοφαίνεται λιγάκι. Να είσαι δηλαδή σε σχέση με τη γαϊδούρα Σάρον Στόουν. Γι’ αυτοί να μου λείπει η Θεσσαλονίκη. Η αλήθεια δεν είναι;

Δεν ξέρω…

Έλα, καλέ, που δεν ξέρεις!

Ωραία όλα αυτά, αλλά δεν νιώθω γυναίκα όταν πάω με έναν άνδρα – και αντίστροφα.

Είναι απαραίτητο; Όχι, απλώς υπάρχει ένα μπέρδεμα. Είναι ότι δεν είναι θέμα να είσαι ομοφυλόφιλος για να γίνεις τραβεστί, είναι τι είδους σεξουαλικότητα έχεις σαν άνθρωπος. Όταν είσαι 18 και σ’ αρέσουν οι πενηντάρηδες τα πας μια χαρά – θα βρεις δυο τρεις κυρίους πενηντάρηδες και θα ’σαι μια χαρά. Ξέρω γκέι παιδιά που τα έχουν με πολύ μεγαλύτερους. Επίσης άλλα παιδιά που δεν έχουν τη σεξομανία που έχω εγώ. Εμένα μ’ αρέσουν τα στρέιτ αγοράκια, μ’ αρέσουν οι φαντάροι, μ’ αρέσει η πούτσα, μ’ αρέσουν τα τεκνά. Πώς θα τα πάρω τα τεκνά; Με το να είμαι δημόσιος υπάλληλος; Με το να είμαι τραβεστί. Είναι θέμα καύλας, είναι πώς καυλώνεις εσύ. Δεν σου λέω να γίνουν όλοι τραβεστί για να γαμιούνται – αν είναι δυνατόν! Είναι τι σεξουαλικότητα και τι απαιτήσεις έχεις εσύ από τη ζωή σου. Εμένα μ’ αρέσουν να μ’ έχουν θεά τα τεκνάκια, τι να κάνω; Θέλω να πηγαίνω στα στρατόπεδα, να με βλέπουν στις πιάτσες. Νιώθω μεγάλη ηδονή να βλέπω καυλωμένα τα αγοράκια γύρω μου – αυτά μ’ αρέσουν. Και δεύτερον, δεν νομίζω να είμαι και πολύ θηλυκό. Δεν ξέρουν ότι έχουμε πούτσα τα αγοράκια; Τι ξέρουν ότι είμαστε, γυναίκες; Τόσα τεκνά που παίρνω δεν έχουν τις μουνάρες δίπλα τους; Έρχονται όμως μαζί σου για να έχουν μια συγκεκριμένη σεξουαλικότητα, μια διαφορετική καύλα μαζί σου. Αν ήθελα να γίνω παπάς δεν θα γινόμουν τραβεστί.

Καλύτερο κι απ’ την καύλα

Δημοσιεύθηκε στο Πόθο, τ.22, Καλοκαίρι 1999

Οι πολιτικές ταυτότητας και η “γκέι κουλτούρα”, βαθμιαία μετέτρεψαν τις σεξουαλικές προτιμήσεις σε μήτρα ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, συμπεριφορών και τρόπων σκέψης που βοήθησαν στη δημιουργία ενός αναγνωρίσιμου “γκέι έθνους” ή “γκέι κοινότητας”. Ήταν ζήτημα χρόνου λοιπόν η εμφάνιση και σχετικών, ομιλητικότατων, εθναρχών και κοινοταρχών. Τι ακριβώς όμως κηρύσσουν από τον άμβωνά τους;

Φαίνεται πως η νέα σοδειά των γκέι ιεραπόστολων λατρεύει να ασχολείται με ένα θέμα που απασχολεί όλους τους ομοφυλόφιλους: το σεξ.

“Καλύτερο από την κάβλα”, “Ανεβαίνοντας τη σκάλα”, “Δημιουργώντας έναν νέο πολιτισμό”, “Φιληδονία = θάνατος”, “Έρωτας μέσα στα συντρίμμια”, “Ηθική μειοψηφία”… είναι τίτλοι άρθρων που δεν δημοσιεύτηκαν στις φυλλάδες κάποιας ενορίας αλλά σε mainstream γκέι έντυπα [του εξωτερικού]. Ενώ στην Ελλάδα οι φανατικοί υπέρμαχοι του ομοφυλοφιλικού γάμου κρύβονται πίσω από το φουστάνι της ισονομίας και ανθρώπινων δικαιωμάτων, μια σειρά συντηρητικών γκέι ακτιβιστών του εξωτερικού συναντά την “εξτρεμιστική” άποψη πάνω στην πραγματική σημασία του θεσμού. Η μόνη διαφορά τους, το ολόψυχο “ναι” των πρώτων εμπρός στη δυσπιστία των τελευταίων.

Ένα από τα σημαντικά κείμενα που έχουν γραφτεί πάνω στην ομοφυλοφιλία τα τελευταία χρόνια – αποσπάσματα του οποίου είχε φιλοξενήσει πέρυσι ο “Πόθος” – αναδημοσιεύτηκε πρόσφατα ολόκληρο στην Ελλάδα (στο περιοδικό “NPQ”). Επιχειρηματολογώντας στο “ο δε ανήρ να φοβάται τον άνδρα” ο Τζόναθαν Ρόου εξηγεί με έξυπνο και πειστικό τρόπο γιατί η κοινωνία πρέπει να δεχτεί και να υποστηρίξει τον ομοφυλοφιλικό γάμο – και τίποτα λιγότερο από αυτόν. Για να στηρίξει την άποψή του, ξεπερνά την κυρίαρχη φορμαλιστική άποψη που θέλει τον γάμο ως πάνω κάτω, ένα ακόμη είδος νομικού συμβολαίου και εξετάζει την ουσία του. “Η δύναμή του δεν είναι μόνο νομική”, γράφει, “αλλά και κοινωνική”.

Ένα μικρό δείγμα της κοινωνικής δύναμης του ομοφυλοφιλικού γάμου αναπτύσσεται σε προηγούμενη παράγραφο:

“Έστω κι αν δεν είναι παντρεμένοι, οι ομοφυλόφιλοι που ζουν με το σύντροφό τους έχουν σταθερή ερωτική ζωή και σχέσεις που εκτιμούν και υπολογίζουν· συνεπώς είναι λιγότερο έκφυλοι. Αν μπορούσαν να είναι και επίσημα παντρεμένοι, τότε θα υπήρχαν ακόμα περισσότερες επιρροές σταθερότητας. Ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα του γάμου είναι ότι ‘δένει’ τα ζευγάρια όχι μόνο στα δικά τους μάτια, αλλά και στα μάτια της κοινωνίας. Γύρω από δύο συντρόφους πλέκεται ένας ιστός από προσδοκίες: ότι θα περνούν μαζί τις νύχτες, ότι θα πηγαίνουν μαζί σε πάρτι, ότι θα παίρνουν μαζί στεγαστικά δάνεια, ότι θα αγοράζουν μαζί έπιπλα, και πολλά άλλα – που όλα θα τους βοηθήσουν να είναι ενωμένοι και να παραμένουν στο σπίτι τους μακριά από τους δρόμους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό είναι πάρα πολύ καλό, ειδικά αν το συγκρίνει κανείς με την περιθωριακή νοοτροπία των ομοφυλόφιλων για σεξ στα κλεφτά, με αναρίθμητους παρτενέρ στα δημόσια λουτρά και στα πάρκα”.

Στην εικόνα του σύγχρονου γκέι ζευγαριού, που τόσο γλαφυρά ζωγράφισε ο Ρόου, έρχεται να αντιπαρατεθεί η εικόνα της ηθικής παρακμής και φιληδονίας των πάρκων και άλλων τόπων ψωνίσματος. Η συζήτηση έχει μεταφερθεί πλέον από το νομικό πεδίο και τα ανθρώπινα δικαιώματα στο χώρο της ηθικής.

Στην πραγματικότητα, η ιδέα της έξωθεν επιβαλλόμενης “υγιεινής” ηθικής δεν είναι καθόλου πρόσφατη. Με την ιδέα του “είμαι γκέι, αλλά δες και πόσο σοβαρός είμαι” έχουν φλερτάρει πάρα πολλοί – και για κάποιους το φλερτ εξελίχθηκε σε μόνιμη σχέση.

Θυμάμαι ακόμα ένα παμπάλαιο φυλλάδιο της Ελληνικής Ομοφυλοφιλικής Κοινότητας όπου εκφράζεται ο ενθουσιασμός για την προσέλευση του κόσμου σε μια εκδήλωση που αποδείκνυε ότι οι γκέι μπορούν να διασκεδάζουν εναλλακτικά και υγιεινά. Δυσκολευόμουν να κατανοήσω τι περιλάμβανε επιτέλους η εναλλακτική ψυχαγωγία μιας και το μόνο στοιχείο που δινόταν ήταν, αν δεν απατώμαι, ότι επρόκειτο για ένα σόου του, σχεδόν άγνωστου τότε, Τάκη Ζαχαράτου. Ίσως να εννούσαν αυτό τελικά, και, πραγματικά, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.

aliferiΜια κολοκυθόπιτα όμως που κάποιοι δεν εννοούν να τη φάνε μόνοι τους. Πιο πρόσφατα, το πρώτο τεύχος του περιοδικού “Δέον” με συνεργάτες από την ΕΟΚ, ανακοίνωνε ότι θα είναι σοβαρό και επομένως δεν πρόκειται να βλέπουμε πούτσες και γυμνά. Αν και δεν το παρακολουθήσαμε τεύχος προς τεύχος, είμαστε βέβαιοι ότι κρατά την υπόσχεσή του. Στο επόμενο τεύχος οι αναγνώστες αντί για το “αντικείμενο του πόθου”, θα αντικρύσουν τη Μαρία Αλιφέρη και μάλιστα ντυμένη.

Μέσα στο χώρο που ορίζεται από τους φανατικούς οπαδούς των “Τετραγώνων των Αστέρων” και τους υπόλοιπους ζηλωτές μιας νέας, ανοιχτής, αφομοιωμενης στο κοινωνικό σύνολο αλλά και συνάμα διακριτής “γκέι” κουλτούρας μπορεί να βρει κανείς πολλά φυντάνια: Ακτιβίστριες από τη Δανία που χαίρονται μιας και οι νέες λεσβίες επιθυμούν πλέον να παντρεύονται σε αντίθεση με τις μεγαλύτερες, φεμινιστικών καταβολών, αδελφές τους. Γκέι ομάδες στην Αμερική η οποίες καρφώνουν στην Αστυνομία χώρους ψωνίσματος για να καθαρίσει ο τόπος. Οργανώσεις που ζητούν να ποινικοποιηθεί η ελευθερία λόγου, για όσους χρησιμοποιούν εκφράσεις μίσους για τους ομοφυλόφιλους. Και φυσικά έναν απύθμενο εγωισμό που συνοψίζεται στο γνωστό σύνθημα “gay is good”. Επόμενο ήταν λοιπόν να μη μπορεί να γίνει αντιληπτό πώς “‘δικοί μας’ άνθρωποι” έχουν ενδοιασμούς απέναντι στη μία ή στην άλλη άποψη του ιερατείου. Ίσως αυτή να είναι η πραγματικότητα της “μετα-γκέι” εποχής που ονειρευόταν το “Κράξιμο”: περιφερόμενα κόμπλεξ ενδεδυμένα στον μανδύοα της πολιτικής ορθότητας.

PUSTRIX-7

Ιστορίες στο χακί

Δημοσιεύτηκε στον Πόθο, τ.10, Μάρτιος 1997

Θα σας περιγράψω πώς μου έδωσαν πολύ πρόωρα απολυτήριο από την Ελληνικό Στρατό.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της θητεία μου έπρεπε, τουλάχιστον επισήμως, να αποκρύπτω την ομοφυλοφιλία μου όμως οι περισσότεροι συνάδελφοί μου γνώριζαν ότι είμαι ομοφυλόφιλος και το 90% αυτών σέβονταν το τι είμαι, μόνο το 10% αντιδρούσε, αλλά εντελώς αχνά, διότι, ούτως ή άλλως, δεν υπήρχε καν η δύναμη ώστε να διαμαρτυρηθούν πιο έντονα. Το ζήτημα ήταν ότι με αγαπούσαν πολύ οι υπόλοιποι συνάδελφοί μου και στελέχη. Είχα κερδίσει το σεβασμό των αξιωματικών διάφορων άλλων μονάδων του στρατοπέδου, οπότε για να με ενοχλήσει κάποιος έπρεπε προηγουμένως να το έχει σκεφτεί καλά.

Μια μέρα, με κάλεσε ο υποδιοικητής για να μου ανακοινώσει κάποιες καταγγελίες εις βάρος μου που έφτασαν στ’ αυτιά του, και άρχισε να μου τις αραδιάζει τη μία μετά την άλλη, δηλαδή ότι πήγαινα σε θαλάμους άλλων μονάδων και είχα επαφές με οπλίτες κι ότι διοργάνωνα τρελά πάρτι με όργια σε θαλάμους άλλων μονάδων. Μου απαγόρεψαν να κυκλοφορώ σε άλλους χώρους του στρατοπέδου πλην: των εστιατορίων, του ΚΨΜ και τέλος των θαλάμων του κτιρίου της μονάδας, όπου θα κινούμουν σεμνά χωρίς να προκαλώ τον υπόλοιπο πληθυσμό. Από πλευράς μου αρνήθηκα πεισματικά όλες τις εις βάρος μου κατηγορίες. Το ήμισυ αυτών κατηγοριών ήταν πραγματικότητα, άλλα όχι κατά πώς ειπώθηκαν από τον υποδιοικητή, που την ανεμότρατα την μετέτρεπε σε υπερωκεάνιο.

Μετά από έξι μέρες, στάλθηκε ένας ψυχολόγος οπλίτης, δήθεν για να λύσει τα προβλήματα που απασχολούσαν τους οπλίτες των μονάδων του στρατοπέδου, μα στην πραγματικότητα για ένα και μόνο λόγο: να μάθει και να ακούσει από το δικό μου στόμα ότι είμαι ομοφυλόφιλος. Πράγματι, του ομολόγησα αυτά που κάποιοι άλλοι ήθελαν, και εκείνος το μαρτύρησε αυτόματα στο διοικητή και τον στρατοπεδάρχη, οπότε και μου ζήτησαν ευγενικά να επαναλάβω τη δήλωση που έκανα. Πράγματι επανέλαβα ότι γεννήθηκα ομοφυλόφιλος και ο διοικητής μού είπε, εντελώς φιλικά, ότι σήμερα στον Ελληνικό Στρατό οι ομοφυλόφιλοι είναι μια ομάδα πλέον αποδεκτή από το Γενικό Επιτελείο και ότι ο ίδιος δεν έχει κανένα, μα απολύτως κανένα, πρόβλημα μαζί μου. Πράγματι, η συμπεριφορά του διοικητή ήταν πολύ καλή και ευγενική, αυτό το αναγνωρίζω και το εκτιμώ.

Μια εβδομάδα αργότερα με κάλεσε άλλη μία φορά ο διοικητής μου, με αγκάλιασε και μου είπε ότι πρέπει να κάνω εξετάσεις για HIV και ηπατίτιδα Β. Ήξερα πολύ καλά ότι αυτή διαταγή προερχόταν από κάπου πιο ψηλά κι όχι από τον διοικητή μου. Ήταν Παρασκευή. Πέρασα ένα γεμάτο αγωνία και σκέψη σαββατοκύριακο. Παρά τις αντίθετες συμβουλές συναδέλφων μου, πείσμωσα από εγωισμό και έτσι το πρωί της Δευτέρα πήγα στο Νοσοκομείο της πόλης και έκανα τις εξετάσεις.

Την άλλη μέρα πήγα με έναν φίλο συνάδελφο για τα αποτελέσματα. Με υποδέχτηκε ο υπίατρος που μου είπε να μην ανησυχώ, αλλά έπρεπε να πάω στο ΓΝΣ Θεσσαλονίκης 424 το άλλο πρωί. Με τη συνοδεία του υπίατρου, ο οποίος με στήριξε και με βοήθησε τρομερά, οι εξετάσεις έγιναν με πολλή εχεμύθεια και η διάρκειά τους ήταν πέντε μέρες. Στο διάστημα αυτών των πέντε ημερών μέσα στο Νοσοκομείο συνάντησα τρεις συναδέλφους μου απ’ το ίδιο στρατόπεδο, οι οποίοι με γνωρίζανε και με συμπαθούσαν πάρα πολύ. Και οι τρεις τους είχαν κάνει εγχειρήσεις, οι οποίες τους είχαν καταστήσει ανήμπορους για πολλά, οπότε ζητούσαν τη βοήθειά μου για κάποιες ανάγκες τους, που ήταν οι εξής: να φάνε, να πλυθούν, να κάνουν μπάνιο. Μάλιστα έκανα μπάνιο σε κάποιον από αυτούς που πιστεύω ακράδαντα ότι αν γνώριζαν αυτό που έμαθα αργότερα κι εγώ, ούτε καν θα με πλησίαζαν, ούτε θα μου μιλούσαν. Αυτές οι μέρες για μένα ήταν ένα μαρτύριο.

Ώσπου έφτασε εκείνη η τραγική μέρα (τα Χριστούγεννα απείχαν μόνο τρεις μέρες) που ήρθαν όλοι μαζί οι γιατροί και με ρώτησαν αν γνωρίζω πού βρίσκεται το ΑΧΕΠΑ. Τους είπα, ναι. Βγήκαν οι γιατροί απ’ το δωμάτιο και μόνο ένας που με συμπαθούσε ιδιαίτερα και έχω μέχρι τώρα τη συμπαράστασή του. Πριν ακόμα μου ανακοινώσει το αποτέλεσμα, είπα στον εαυτό μου “ούτε ένα δάκρυ απ’ τα μάτια ας μην κυλήσει”, όπως και έγινε. Μου έπιασε τα χέρια και μου είπε “δυστυχώς θετικό”. Ουδεμία αντίδραση, ούτε έκλαιγα ούτε μιλούσα, ενώ ο γιατρό συνέχισε να μου λέει διάφορα πράγματα για τον ιό του HIV, αλλά, βλέποντας με μ’ αυτό το μυστήριο και απλανές βλέμμα με τράβηξε και μ’ έσφιξε στην αγκαλιά του. Για σχεδόν ένα τέταρτο με χάιδευε και με παρηγορούσε. Ενώ ήμασταν αγκαλιασμένοι, εκείνος δάκρυσε, εγώ όμως όχι, ακόμα δεν είχα συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε γύρω μου και πολύ περισσότερο αυτό που είχα ακούσει λίγο πριν. Μου είπε, “μη στεναχωριέσαι, μωρό μου, γίνονται κι αυτά, από εσένα θέλω να μη φερθείς εκδικητικά, να μην πεις αυτό που δυστυχώς λένε πολλά άτομα που έχουν προσβληθεί, δηλαδή, να, αφού το κόλλησα εγώ, ας το κολλήσει κι άλλος”. Η απάντησή μου ήταν “γιατρέ, δεν είμαι δολοφόνος” όπως δυστυχώς κάποιοι άλλοι, με φίλησε, μου είπε να έρχομαι να τον βλέπω όποτε θέλω και με αποχαιρέτησε.

Στο στρατόπεδο πήγα να πάρω το απολυτήριό μου και τα πράγματά μου. Ήταν σούρουπο και έκανε πολύ κρύο. Περάσαμε την πύλη, όπου συγκινημένος έδωσα το χέρι μου στο στρατονόμο που ήταν φίλος μου και προχωρήσαμε πιο βαθιά στο στρατόπεδο. Βρεθήκαμε έξω από το κτίριο της μονάδας που τόσο είχα αγαπήσει, στάθηκα για λίγο μπροστά στην είσοδο και ευχήθηκα να μην το αποχωριζόμουν ποτέ. Όταν μπήκαμε, ο θαλαμοφύλακας δεν μου έδωσε το χέρι, ούτε με πλησίασε, σε αντίθεση με κάποιον από τους αγαπημένους μου συναδέλφους που δεν θα ξεχάσω ποτέ, που με πήρε στην αγκαλιά του και σαν μάνα που χάνει το παιδί της άρχισε να με φιλάει παντού και να μη μ’ αφήνει. Η ενέργεια αυτή έδιωξε με μιας την παγωνιά που μου είχε δημιουργήσει η συμπεριφορά του θαλαμοφύλακα. Το πιο τραγικό ήταν ότι καθώς μάζευα τα πράγματά μου, ο αποθηκάριος μου είπε ότι πρέπει να αφήσω τις στολές μου εκεί. Του απάντησα “αδύνατον” δεν έχω να τους αφήσω καμία στολή, ούτε το τελευταίο πηλήκιο, εγώ προσπαθώ να συνέλθω από αυτό που με βρήκε, και αυτοί, σαν να είναι γύπες, κοιτάνε να ξεκοκαλίσουν ότι απέμεινε από το πτώμα μου. Από πείσμα λοιπόν τα πήρα όλα, άφησα μόνο κάτι κούπες, πιάτα, μπρίκια και ποτήρια από τα οποία έπιναν οι συνάδελφοί μου κι όταν βρισκόμουν εκεί. Μία εβδομάδα αργότερα, βγήκα για καφέ με έναν συνάδελφο με τον οποίο στο στρατόπεδο περνούσαμε όλες σχεδόν τις ώρες μαζί. Μου είπε “Θα σου πω κάτι, αλλά μη στεναχωρηθείς, δες απλά την υποκρισία κάποιων”. Όταν γύρισα από την άδεια, είδα στο προαύλιο κάτι να καίγεται, ρώτησα τους συναδέλφους μου τι είναι αυτά και κάποιος μου απάντησε ‘οι κουβέρτες του ‘” Ο συνάδελφός μου έγινε έξω φρενών με την ενέργεια αυτή, κι άρχισε να τους φωνάζει “κάποτε τον αγκαλιάζατε, δανειζόσασταν αυτές τις κουβέρτες που τώρα καίτε, σας έδινε τα πάντα, την ψυχή του και τώρα εσείς την καίτε, δεν ντρέπεστε καθόλου. Η φωτιά από τις κουβέρτες να πέσει πάνω σας!” Τον ρώτησα για τα ποτήρια “Τα πέταξαν”. Τον φοριαμό μου; “Τον έδωσαν στον Σαμπρί, τον Πομάκο”.

Εδώ θέλω να σας γράψω ότι δυστυχώς κάποιος με κόλλησε σκόπιμα τον ιό του HIV και αυτό είναι σίγουρο διότι στις τελευταίες μου εξετάσεις μου είπαν ότι είμαι φορέας 2-3 χρόνια, δηλαδή από 17 χρονών. Εκείνη την περίοδο βρισκόμουν στην όμορφή Θεσσαλονίκη, ο καθένας λαχταρούσε να πάει μ’ ένα δεκαεφτάχρονο που ήταν δροσερό τριαντάφυλλο της αυγής, οπότε κι εμένα μου δινόταν η ευκαιρία να επιλέγω ό,τι καλύτερο υπάρχει. Με την τακτική όμως αυτή αδικούσα ίσως κάποιον που ήταν, απ’ όσο θυμάμαι, πολύ ωραίο παιδί, μα εγώ λόγω της αδιαφορίας που με διέκρινε δεν έδινα καμία σημασία στο νεαρό που ήταν γύρω στα 23-25. Μετά από σχεδόν πέντε μήνες απ’ τη στιγμή που τον γνώρισα και με πολιορκούσε, αλλά δεν τον υπολόγιζα, πήρα την απόφαση να πάνω μαζί του – μια απόφαση που δυστυχώς πληρώνω βαριά σήμερα. Πήγαμε μαζί σε κάποιο δωμάτιο στα Κάστρα, μου έκανε έρωτα, μα κατά τη διάρκεια της επαφής μας, μου είπε ότι αφαίρεσε το προφυλακτικό, αλλά αυτό μου το είπε όταν είχαμε ήδη τελειώσει. Και μετά μου είπε ότι μου είχε αφήσει κάτι που αργότερα θα με κάνει να τον θυμηθώ, αλλά εγώ εκείνη τη στιγμή δεν σκέφτηκα κάτι κακό. Η πρώτη σκέψη θυμάμαι ήταν ότι θα θυμάμαι τον έρωτα που μου έκανε. Μα σήμερα όλα αυτά έρχονται πάλι στο μυαλό μου με περισσότερες λεπτομέρειες, και με σκοτώνει η πικρή αυτή αλήθεια.

Γιατί σε έναν 17χρονο η οργή της αρρώστιας ενός 25χρονου;

Είσελθε στων Εσπερίδων τον Κήπον

Παραθέτουμε εδώ ένα ραδιοφωνικό απόσπασμα (1993) από την εκπομπή της ΟΠΟΘ – Ομάδα Πρωτοβουλίας Ομοφυλόφιλων Θεσσαλονίκης στο Ράδιο Κιβωτός.

Ο Θ. διαβάζει ένα απόσπασμα από τον Αρισταίο τον Μεγαρείτη, νεοπλατωνικό φιλόσοφο του 5ου αιώνα. Μετάφραση: Δημήτρης Ντακρέτας. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Οδός Πανός”.

Η φωτογραφία είναι του Βίλχελμ φον Γλούντεν (1856-1931)