queer
comment 1

Πώς να είστε γκέι (1)

Ο Kinsey και οι κατηγορίες του της σεξουαλικής συμπεριφοράς αντικατόπτριζαν την αποκορύφωση μιας μακράς διαδικασίας αλλαγής στα συστήματα τόσο της σεξουαλικής κατηγοριοποίησης όσο και της σεξουαλικής επιθυμίας. Αυτή η διαδικασία είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, και διεξαγόταν για σημαντικό χρονικό διάστημα, αλλά δεν ολοκληρώθηκε πάρα μόνο στον εικοστό αιώνα. Η ετεροφυλοφιλία είχε αρχίσει σταδιακά να εμφανίζεται στις μεσαίες τάξεις της Αγγλίας, της βορειοδυτικής Ευρώπης και στις αποικίες που αυτές είχαν ακόμα κι από τον δέκατο έβδομο αιώνα. Καθώς περνούσε ο καιρός, ο ορισμός της σταδιακά γινόταν πιο αυστηρός, απαιτώντας αυστηρότερη αποφυγή κάθε είδους ομόφυλης τρυφερότητας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι σεξουαλικοί, συναισθηματικοί και ερωτικοί δεσμοί μεταξύ ανδρών, που κάποτε ήταν συνηθισμένοι, άρχισαν να διαλύονται πολύ πριν από το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, και άνδρες της μεσαίας τάξης άρχισαν να αποφεύγουν τη σωματική επαφή με άλλους άντρες κάτω από το φόβο μη θεωρηθούν παρεκκλίνοντες.

Την ίδια στιγμή, ένας σχετικά νέος κοινωνικός τύπος αναδύθηκε: αυτός που τώρα θα αποκαλούσαμε “ο straight-acting και straight-appearing γκέι άντρας”. Αυτός ήταν ένας άντρας που διαφοροποιούταν από τους υπόλοιπους άντρες μόνο από την ομόφυλη επιλογή του σεξουαλικού αντικειμένου του, από την κατεύθυνση της ερωτικής επιθυμίας τους, από την έλξη του προς τους άντρες. Η ομοφυλοφιλική επιθυμία του τώρα τον όριζε – τον καθιστούσε γκέι πέρα ως πέρα – αλλά επίσης του επέτρεπε να είναι τελείως δυσδιάκριτος απ’ οποιαδήποτε άλλη άποψη σε σχέση με τους κανονικούς άντρες. Η gayness του δεν ήταν πλέον σημάδι αναστροφής του φύλου, αντιμετάθεσης των σεξουαλικών ρόλων. Ήταν έκφραση ενός ξεχωριστού χαρακτηριστικού της προσωπικότητάς του, αυτό που στο εξής θα καλούταν η “σεξουαλικότητά” του. Εφόσον είχε να κάνει μόνο με το σεξ, και όχι με το κοινωνικό φύλο, αυτή η νέα γκέι σεξουαλικότητα ήταν τελείως συμβατή, τουλάχιστον θεωρητικά, με τέλεια, άψογη, αμέμπτη αρρενωπότητα. Το απλό γεγονός ότι επιθυμούσε άντρες δεν απέτρεπε πλέον έναν γκέι άντρα να είναι είναι “straight-acting και -appearing”. Μπορούσες να μοιάζεις με έναν συνηθισμένο τύπο, ακόμα κι αν ήσουν ολοκληρωτικά γκέι. Και μπορούσες να είσαι γκέι χωρίς να παραμορφώνεσαι από οποιαδήποτε ορατά στίγματα έμφυλης παρέκκλισης, ή queerness – χωρίς να εμφανίζεσαι διαφορετικός καθ’ οιονδήποτε τρόπο από τους κοινούς ανθρώπους.

Το να είσαι γκέι, σύμφωνα με αυτόν τον ανερχόμενο ορισμό του εικοστού αιώνα, σήμαινε να έχεις μια σεξουαλικότητα, όχι μια κουλτούρα. Για κάποιους άντρες – τουλάχιστον, για κάποιους σύγχρονους άντρες – η ομοφυλοφιλία ήταν απλά ένα είδος ερωτικού αυτοματισμού, ένα αντανακλαστικό δίχως λογική που ήταν φυσικό και ακούσιο: ένα σεξουαλικό ένστικτο. Δεν βασιζόταν στη συνειδητότητα. Δεν ήταν αποτέλεσμα ηθικής ή αισθητικής επιλογής. Δεν αναδυόταν ούτε από κακές συνήθειες ούτε από καλλιεργημένο γούστο. Και επομένως δεν εξέφραζε τον εαυτό του σε πολλαπλές πλευρές της προσωπικότητας. Ήταν, για να το πούμε απλά, μια ενστικτώδης ορμή – κοντολογίς, μια σεξουαλικότητα – όχι κάποιο ήθος ή τρόπος ύπαρξης, πόσο μάλλον μια διακεκριμένη, μη καθιερωμένη πολιτισμική πρακτική. Το πιο γνωστό πρώιμο πορτρέτο του straight-acting και -appearing γκέι άντρα, το πιο εύγλωττο παράδειγμα αυτού του νέου σεξουαλικού τύπου (αν και με καμία έννοια η πρώτη περίπτωσή του), είναι ο ομώνυμος πρωταγωνιστής της νουβέλας του E. M. Forster Μωρίς (1913-14).

Καθώς εξελισσόταν ο εικοστός αιώνας, αυτός ο αναδυόμενος σεξουαλικός τύπος έπαιρνε ολοένα και πιο σταθερή μορφή και σχήμα. Εμφανιζόταν στην γκέι λογοτεχνία με αυξανόμενη συχνότητα. Πράγματι, έγινε ο αγαπημένος ήρωας του γκέι αισθηματικού μυθιστορήματος, ο φυσιολογικός γκέι άντρας του οποίου ο ιδανικός σεξουαλικός παρτενέρ (τον οποίο αναζητά και αναπόφευκτα βρίσκει) είναι άλλος ένας straight-acting και -appearing γκέι άντρας ακριβώς όπως και αυτός. Αυτό το ρομαντικό ιδανικό χτίστηκε πάνω σε συστηματικές αντιθέσεις με άλλες, προγενέστερες, πιο queer μορφές. Στην πραγματικότητα, άνθισε σε ρητές ταπεινώσεις των θηλυπρεπών ή έμφυλα αποκλινόντων αντρών, εμπρός στους οποίους ο ήρωας ή ο συγγραφέας αναπηδούσε με τρόμο. Αυτό είναι που βρίσκουμε ειδικά στην ξεκάθαρη γκέι ανδρική λογοτεχνία που αναδύθηκε και στις δύο όχθες του Ατλαντικού στο ξεκίνημα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου: Το Αγόρι Δίπλα στο Ποτάμι του Gore Vidal (1948), το The Heart In Exile του Rodney Garland (1953), Το Δωμάτιο του Τζιοβάνι του James Baldwin (1956) και του The Charioteer της Mary Renault (1953), για να μην αναφέρουμε όλους τα ελληνικά αισθηματικά μυθιστορήματά της. Ένα παρόμοιο φαινόμενο εμφανίστηκε στη λεσβιακή λογοτεχνία στην μεταπολεμική περίοδο με το The Price of Salt της Patricia Highsmith (1952) και, πιο επιθετικά, με το Rubyfruit Jungle της Mae Brown (1973), στο οποίο butch λεσβίες από μια προγενέστερη κουλτούρα lesbian bar της εργατικής τάξης υπόκεινται σε θηριώδη γελοιοποίηση και έντονη σεξουαλική υποτίμηση.