queer
comment 1

Πώς να είστε γκέι (1)

Επί μακρόν έβρισκα αξιογέλαστο να υποθέτω ότι ένας γκέι άντρας, ένας άντρας που ελκύεται σεξουαλικά προς άλλους άντρες, ένας άντρας που κάνει σεξ με άντρες, δεν είναι “πραγματικά” γκέι, απλά επειδή του λείπουν ορισμένα συγκεκριμένα κομμάτια γνώσης εσωτερικής στην ομάδα ή επειδή αγνοεί κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο γκέι πολιτισμικής ασημαντότητας. Για εμένα, προσωπικά, το να είμαι γκέι υπήρξε πάντα μια ερωτική εμπειρία – όχι κάποιο ζήτημα συναίσθησης ή πολιτισμικής πρακτικής ή ακόμα και προτίμησης για συγκεκριμένες σωματικές πράξεις, αλλά μια εμπειρία του να βρίσκω τους άρρενες σεξουαλικά επιθυμητούς. Τελεία. Ποτέ δεν σκέφτηκαν ότι με το να είμαι γκέι, από μόνο του, με υποχρέωνε να υπάρχω με έναν συγκεκριμένο τρόπο, να μου αρέσουν συγκεκριμένα πράγματα ή να απολαμβάνω συγκεκριμένες δραστηριότητες. Στο παρελθόν, τουλάχιστον, πάντοτε επέμενα ότι το να είσαι γκέι δεν είχε αναγκαστικά να κάνει με οτιδήποτε άλλο πέρα από το γκέι σεξ.

Σε αυτό, πιστεύω ότι ήμουν αρκετά χαρακτηριστικός της γενιάς μου – χαρακτηριστικός, εννοώντας τους γκέι άντρες που βγήκαν ανοιχτά στα μέσα της δεκαετίας του 1970, έξι χρόνια μετά τις ταραχές του Stonewall το 1969, κατά τη διάρκεια μιας εποχής γκέι απελευθέρωσης την οποία προϋπάντησαν αυτές οι ταραχές και η οποία είδε την ανάδυση σε μεγάλες πόλεις νέων γκέι κοινωνικών κόσμων. Αυτά τα περιστατικά διεύρυναν απέραντα τις διαθέσιμες επιλογές για μια γκέι ανδρική σεξουαλική και κοινωνική ζωή, δημιούργησαν μια δημόσια, ορατή, ανοιχτή γκέι ανδρική κουλτούρα και εξανάγκασαν μια αξιοπρεπή, κατοικήσιμη γκέι ανδρική ταυτότητα, μεταβάλλοντας επομένως ριζικά, και για πάντα, τους όρους με τους οποίους η ανδρική ομοφυλοφιλία μπορούσε να βιωθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι γκέι άντρες της ηλικίας μου υπερηφανεύονταν για την διαφορά γενεών τους. Ήμασταν αμυδρά ενήμεροι ότι για πολλούς γκέι άντρες δέκα ή είκοσι χρόνια μεγαλύτερους από εμάς, το να είσαι γκέι είχε να κάνει κάτι με την αδυναμία για τα μιούζικαλ του Μπρόντουεη, ή με την ακρόαση show tunes ή με λυπημένα συναισθηματικά τραγούδια ή με την Judy Garland ή με το παίξιμο του πιάνου, με το να φοράς χνουδωτές ζακέτες, να πίνεις κοκτέιλ, να καπνίζεις τσιγάρα και να αποκαλεί ο ένας τον άλλον “φιλενάδα”. Αυτά ήταν μια χαρά για εκείνους, το δίχως άλλο, αλλά εμένα μου φαινόταν αρκετά αξιολύπητο – και ξεκάθαρα όχι σέξυ. Στην πραγματικότητα, μου φαινόταν κατάφωρα απελπισμένο: ένας δίχως ψυχή τρόπος για να αναπληρώσεις το γεγονός ότι είσαι γέρος, απογοητευμένος, θηλυπρεπής και απελπιστικά μη αρρενωπός. Από τη νεανική μου προοπτική, η οποία φιλοδοξούσε ένθερμα να τηρεί τις προϋποθέσεις ως “απελευθερωμένη”, αυτές οι παλιές αδερφές ήταν θλιβερά λείψανα από μια περασμένη εποχή σεξουαλικής καταπίεσης – θύματα του μίσους για τον εαυτό τους, της εσωτερικευμένης ομοφοβίας, της κοινωνικής απομόνωσης και της κρατικής τρομοκρατίας. (Δεν μου προέκυψε να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή ότι κάποιο παραμένον μίσος για τον εαυτό μου ή κάποια ολόδική μου εσωτερικευμένη ομοφοβία θα μπορούσε να ευθύνεται για την δικαιολογημένη αποστροφή που ένοιωθα για το δικό τους μίσος για τον εαυτό τους και την ομοφοβία τους, ή αυτά που εκλάμβανα ως τέτοια).

Σε κάθε περίπτωση, αν αυτά τα είδη queerness και φυλετισμού ήταν όλη κι όλη η γκέι κουλτούρα, τότε δεν ήθελα να συμμετέχω. Σίγουρα δεν ήταν η κουλτούρα μου. Είχα ήδη καταβάλλει συγκεκριμένες προσπάθειες για καλλιεργήσω προσεκτικά τα γούστα μου, τα οποία θεωρούσα εξαιρετικά, και τα οποία κατά την άποψή μου εξέφραζαν τη συγκεκριμένη σχέση μου με την ιστορική μου στιγμή, την επιλεχθείσα ιδεολογική συγγένεια μου με συγκεκριμένα κινήματα ή τεχνοτροπίες στη σύγχρονη τέχνη και κουλτούρα, και τις πολιτικές αξίες μου. Μου άρεσε να σκέφτομαι – αφελώς, φυσικά – ότι τα γούστα μου επιμαρτυρούσαν την ατομική μου κρίση και δεν με έκαναν απαραίτητα να μοιάζω με άλλα αγόρια, άλλους Εβραίους, άλλα μεσοαστικά παιδιά, άλλους Αμερικάνους, άλλους διανοούμενους, ή ακόμα και άλλους κλασικιστές (έχω ένα Ph.D. σε κλασικά ελληνικά και λατινικά από το Stanford, το οποίο με κάνει μέλος ακόμα μιας παράξενης μειονότητας). Δεν έβλεπα πώς το να είσαι γκέι θα έπρεπε να είναι διαφορετικό – γιατί θα έπρεπε ξαφνικά να πρέπει να υιοθετήσω τα γούστα άλλων ανθρώπων απλά γιατί οι σεξουαλικές πρακτικές μου με συνταύτιζαν ως μέλος της ομάδας τους. Ειδικά όταν οι επιλογές τους – ας πούμε, στις ταινίες – έδειχναν να αφορούν συγκεκριμένα μια κοινωνική τάξη στην οποία δεν έβλεπα τον εαυτό μου να ανήκει.

Από καιρό σε καιρό, η ταινία The Women του George Cukor (1939), διάσημη για το σμήνος από γυναίκες σταρ του Χόλιγουντ με υπέροχα κοστούμια και για το ότι ήταν μια ταινία στην οποία δεν εμφανίζεται ποτέ ανδρικός χαρακτήρας παρά μόνο εκτός οθόνης, θα προβαλλόταν στον κινηματογράφο του Castro, στην καρδιά μιας από τις γκέι περιοχές του Σαν Φρανσίσκο. Το κοινό θα αποτελούταν συντριπτικά από γκέι άντρες που ήξεραν την ταινία απ’ έξω και οι οποίοι απήγγειλαν τις ατάκες δυνατά και σε ταυτοφωνία μεταξύ τους και με τις ηθοποιούς. Εγώ ζούσα στο Bay Area του Σαν Φρανσίσκο εκείνη την εποχή, αλλά εσκεμμένα απέφυγα την επαφή. Έβρισκα τέτοιες παραστάσεις βαθύτατα κακόγουστες και αποξενωτικές. (Εγώ πήγαινα στο Castro, με τη συντροφιά στρέητ φίλων, για να δούμε το Day for Night του Francois Truffaut). Όλη η εμπειρία ήταν λες και βρισκόσουν στη Λειτουργία – ή σε κάποιο εξωτικό θρησκευτικό τελετουργικό λιγότερο οικείο σε εμένα από τη χριστιανική λειτουργία – όπου όλοι εκτός από εμένα γνώριζαν τις πρέπουσες αντιδράσεις απ’ έξω. Με έκανε να νιώθω ότι δεν είχα τίποτα κοινό με τους γκέι άντρες. Τουλάχιστον, τίποτα κοινό με εκείνους τους γκέι άντρες.

Για μένα, για πολλούς γκέι άντρες της γενιάς μου, η γκέι κουλτούρα απλά δεν ήταν υψηλή προτεραιότητα. Σίγουρα δεν ενδιαφερόμασταν πολύ για ό,τι περνούσε για γκέι κουλτούρα εκείνη την εποχή. Στο κάτω κάτω, ούτε καν εστίαζε σε γκέι άντρες σαν κι εμάς (που ακόμα δεν αντιπροσωπεύονταν ορατά από τα media). Δεν αντικατόπτριζε τις ζωές μας και δεν μας βοηθούσε να κουμαντάρουμε τις προκλήσεις που αντιμετωπίζαμε ως ανοιχτοί, υπερήφανοι, νέοι, αρρενωποί, σεξουαλικά ενεργοί γκέι άντρες, που προσπαθούσαμε να βρούμε τη θέση μας σε μια ομοφοβική κοινωνία και μαχόμασταν να συμφιλιώσουμε τις σεξουαλικές ζωές μας με τις ανάγκες μας για αγάπη και αφοσίωση και φιλία. Αντίθετα, περιελάμβανε γυναίκες σταρ ή ντίβες με τις οποίες ταυτίζονταν μεγαλύτεροι γκέι άντρες, προφανώς γιατί αυτές οι καταραμένες, τραγικές μορφές αντικατόπτριζαν τις αξιοθρήνητες συνθήκες των μίζερων ζωών τους και συνηχούσαν με την αρχαϊκή μορφή της γκέι ανδρικής ύπαρξης από την οποία είχαμε ευτυχώς δραπετεύσει – από την οποία μας είχε απελευθερώσει η γκέι απελευθέρωση. Η γκέι κουλτούρα, όπως την ξέραμε, ήταν ένα έκλιπο χαρακτηριστικό μιας προηγούμενης εποχής. Δεν έδειχνε να μας αφορά, να είναι η δική μας κουλτούρα. Δεν είχε τίποτα να μας προσφέρει.

Αλλά υπήρχε ένας άλλος λόγος που η γκέι κουλτούρα δεν μας άρεσε ιδιαίτερα.

Η κουλτούρα ως τέτοια, σκεφτόμασταν, δεν είχε μεγάλη σημασία. Γιατί θα χρειαζόμασταν ούτως ή άλλως την γκέι κουλτούρα; Στο κάτω κάτω, είχαμε το γκέι σεξ. Είχαμε το αληθινό πράγμα. Το κάναμε στ’ αλήθεια, δεν το ονειρευόμασταν απλά. Αυτό που θέλαμε δεν βρισκόταν Somewhere over the Rainbow. Βρισκόταν Στην Παρακάτω Γωνία. (Και άρχιζε να γίνεται ανυπόμονο, οπότε δεν είχαμε ούτε λεπτό για χάσιμο).

Για πρώτη φορά εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, μπορούσαμε επιτέλους να βγούμε έξω ανοιχτά, να δηλώσουμε τους εαυτούς μας, και να βρούμε ποσότητες ανθρώπων που ήθελαν να κάνουν σεξ μαζί μας όσο θέλαμε κι εμείς να κάνουμε μαζί τους.

Επίσης, χάρις στην γκέι απελευθέρωση, ανακαλύψαμε ότι ήταν εφικτό να είσαι γκέι χωρίς να είσαι θηλυπρεπής. (Ή έτσι πιστεύαμε). Επομένως δεν βλέπαμε καμία ομοιότητα μεταξύ των εαυτών μας και εκείνων των προηγούμενων γενεών από αδερφές των σόου, αδερφές της όπερας και αδερφές του σινεμά. Ορίζαμε την διαφορά των γενιών μας απορρίπτοντας την γκέι κουλτούρα των προηγούμενων γενεών – απορρίπτοντας την ίδια την γκέι κουλτούρα – ως απελπιστικά αναχρονιστική και εκτός επαφής, ως υποκατάσταστο για το αληθινό πράγμα. Και κάθε γκέι γενιά, ή μισή γενιά, από τον καιρό της δικιάς μας έχει κάνει ακριβώς το ίδιο, σκεφτόμενη πάντα ότι ήταν η πρώτη γκέι γενιά που το έκανε, η πρώτη γκέι γενιά στην ιστορία που δεν έβλεπε τίποτα ενδιαφέρον ή αξίας στην κληρονομούμενη, παραδοσιακή γκέι κουλτούρα.

Σταθερά από τα τέλη της δεκαετίας του1970, αν όχι πιο πριν, οι γκέι άντρες έχουν το συνήθειο να κάνουν φθονερές γενεαλογικές συγκρίσεις μεταξύ των γκέι αγοριών στην εφηβεία ή στα είκοσί τους – σύγχρονα, απελευθερωμένα, διαφωτισμένα, προχωρημένα, “απολύτως δυσδιάκριτα από τα στρέητ αγόρια … [και] απολύτως ψύχραιμα που είναι γκέι” (όπως έγραψε ο Andrew Holleran to 1978), τα οποία ταιριάζουν μια χαρά στην καθολική κοινωνία, που ποτέ δεν έχουν βιώσει την ομοφοβία μεταξύ των συνομηλίκων τους, που δεν βλέπουν τον εαυτό τους να ανήκει σε καμία γκέι κουλτούρα – και γκέι άντρες στα τριάντα ή τα σαράντα τους (ή ακόμα μεγαλύτερους), κολλημένους σε κάποια φανατική πίστη σε μια ξεπερασμένη, παρωχημένη μορφή γκέι κουλτούρας και πεπεισμένοι ότι είναι η μόνη γκέι κουλτούρα που υπάρχει, η υποχρεωτική κουλτούρα οποιουδήποτε τυγχάνει να είναι γκέι.

Αυτή η συνήθεια να σκέφτεσαι την γκέι ζωή με όρους γενεαλογικών αντιθέσεων είναι κατανοητή ως ένα βαθμό. Ο κοινωνικές στάσεις απέναντι στην ομοφυλοφιλία αλλάζουν ταχέως τα τελευταία πενήντα χρόνια, και οι κοινωνικές συνθήκες στις οποίες τα γκέι παιδιά μεγαλώνουν έχουν επίσης αλλάξει. Το ότι η γκέι κουλτούρα, η έλξη της, και το κοινό της θα έπρεπε να εξελιχθούν ριζικά κατά την ίδια περίοδο είναι μόνο αναμενόμενο. Την ίδια στιγμή, ακριβώς επειδή αυτή είναι μια περίοδος ιστορικής αλλαγής που συμβαίνει εδώ και δεκαετίες, ο επίμονος ισχυρισμός ότι οι νεότεροι γκέι άντρες, αντίθετη με τους γκέι άντρες μισή γενιά πριν από αυτούς, δεν χρειάζονται την γκέι κουλτούρα αρχίζει να φθίνει και να δείχνει κατάφωρα ύποπτος – το αποτέλεσμα συστηματικής αμνησίας και συλλογικής άρνησης.

Στην πραγματικότητα, αυτό δεν μπορεί να είναι μόνιμα αληθές. Γιατί εκείνοι οι θλιβεροί γκέι άντρες στα τριάντα τους, που υποτίθεται ότι κρέμονται από μια παλιομοδίτικη και τώρα περασμένη εκδοχή της γκέι ανδρικής κουλτούρας – μια εκδοχή της γκέι ανδρικής κουλτούρας που δεν σημαίνει τίποτα, και δεν χρησιμεύει σε τίποτα, σε οποιονδήποτε στην εφηβεία ή στα είκοσί του – είναι προφανώς οι ίδιοι άνθρωποι που, μόλις μερικά χρόνια πριν, στην πραγματικότητα ήταν εκείνοι οι έφηβοι εξερευνητές, κάνοντας τα πρώτα αθώα βήματα σε έναν θαυμαστό νέο κόσμο χωρίς ομοφοβία, με άγνοια της γκέι κουλτούρας και αδιάφοροι προς αυτήν. Από γκέι άντρες που δεν είχαν καμία ανάγκη της γκέι κουλτούρας, δείχνουν να έχουν γίνει, με ένα παίξιμο του ματιού, τα τυφλά όργανα της γκέι κουλτούρας, οι πιο αγαπημένοι εκπρόσωποί της. Πράγμα που σε κάνει να αναρωτιέσαι τι συμβαίνει στους γκέι άντρες στα μέσα προς το τέλος των είκοσί τους που τους προκαλεί ξαφνικά να εμφανίζονται τόσο κουρασμένοι, τόσο υπερβολικά γερασμένοι, τόσο πολιτισμικά καθυστερημένοι. Θα μπορούσε να είναι η γκέι μύηση; Θα μπορούσε η γκέι ανδρική κουλτούρα να αποδειχτεί ότι καθόλου άσχετη δεν είναι με τους γκέι άντρες τελικά, από τη στιγμή που θα εκτεθούν σταδιακά σε αυτήν; Και από τη στιγμή που θα συγκεντρώσουν κάμποση εμπειρία, κάμποση αυτογνωσία, και ίσως ακόμα και κάμποση ταπεινότητα;

Λοιπόν, αυτή θα μπορούσε να είναι μια εξήγηση. Αλλά υπάρχουν συγκεκριμένοι ιστορικοί λόγοι γιατί η γκέι ανδρική κουλτούρα φέρνει σταθερά σε αμηχανία τα ίδια τα υποκείμενά της, γιατί η αποκήρυξη από την προηγούμενη γκέι γενιά της γκέι κουλτούρας επαναλαμβάνεται αέναα με κάθε νέα γκέι γενιά, γιατί η η γκέι κουλτούρα η ίδια πάντοτε αποδεικνύεται να είναι – μερικές φορές κατά την άποψη των νεαρότερων γκέι αντρών και πάντα κατά την άποψη εκείνων που ομιλούν για λογαριασμό τους – η αποκλειστική ιδιότητα των μεγαλύτερων αντρών, των αδερφών, των τύπων που έτσι ή αλλιώς απλά έχουν πουρέψει: εν ολίγοις, άλλων ανθρώπων, ιδιαίτερα άλλων ανθρώπων των οποίων ο πραγματικός ή φαντασιακός εναγκαλισμός της γκέι κουλτούρας πάντοτε καταλήγει να καθιστά να δείχνουν και θηλυπρεπείς και απαρχαιωμένοι.