queer
comment 1

Πώς να είστε γκέι (1)

Αυτό το βιβλίο, παρόλα αυτά, προωθεί τις queer πολιτικές αντί για τις γκέι πολιτικές με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Ενώ τιμά τις παραδόσεις της γκέι απελευθέρωσης και του gay pride που εμφανίστηκαν στο ξεκίνημα των ταραχών του Stonewall, εξερευνά και ακόμα και εορτάζει συγκεκριμένες μη καθιερωμένες πρακτικές του βιολογικού και κοινωνικού φύλου. Προσπαθεί επίσης να αποκαταστήσει την κουλτούρα των γκέι αντρών πριν από το Stonewall συνδέοντάς την με εξελίξεις μετά το Stonewall όπως το queer και το τρανς κίνημα. Την ίδια στιγμή, είναι βαθιά gay-positive. Γιατί δεν ντρέπεται για την γκέι ανδρική κουλτούρα, ακόμα και για τα πιο ανησυχητικά και δυσάρεστα στοιχεία της γκέι κουλτούρας. Τουλάχιστον, δεν ντρέπεται για την γκέι ντροπή – και επομένως είναι πρόθυμο να παρατείνει την παρουσία του σε ορισμένα χαρακτηριστικά της γκέι κουλτούρας που συνεχίζουν να κάνουν τους γκέι άντρες σήμερα να ντρέπονται και για την γκέι κουλτούρα και για τον εαυτό τους.

Σε αντίθεση με τα είδη των εχθρικών στερεοτύπων που σκοπό έχουν να μειώσουν και να δυσφημήσουν τα μέλη μιας μειονοτικής ομάδας, τα στερεότυπα για την γκέι ανδρική κουλτούρα και ταυτότητα για τα οποία ενδιαφέρομαι εδώ είναι στερεότυπα που έχουν επεξεργαστεί και προταθεί τουλάχιστον από ορισμένους από τους ίδιους τους γκέι άντρες. Αυτό από μόνο του τα καθιστά άξια να τα μεταχειριστείς με σοβαρότητα, σεβασμό, περιέργεια και αναλυτική αυστηρότητα – αν και συγκεκριμένοι περήφανοι γκέι άντρες, όπως ο Τζον από την Annapolis, τα βρίσκουν “παραμορφωμένα” ή ακόμα και αυτο-μισούμενα.

Εάν, για παράδειγμα, ίσχυε όντως η περίπτωση ότι οι αφροαμερικάνοι γενικά όριζαν τους εαυτούς τους ως προς τους εαυτούς τους από την κοινή τους κατανόηση ότι το να είσαι Μαύρος συνεπαγόταν μια ξεχωριστή, ασυνήθιστη ή διακεκριμένη προτίμηση για το τηγανητό κοτόπουλο, τα παϊδάκια και το καρπούζι (για να χρησιμοποιήσω το παράδειγμα του Τζον), στην πραγματικότητα δεν θα φοβόμουν να διερευνήσω τα πολιτισμικά νοήματα που μπορεί να εμπλέκονταν στην επιλεκτική ιδιοποίηση αυτών των τροφών. Το να είσαι Μαύρος, στο κάτω κάτω, μπορεί επίσης να γίνει κατανοητό ως ένα σύνολο από ιδιάζουσες και χαρακτηριστικές πολιτισμικές πρακτικές, αν και είναι σπάνιο το φαινόμενο ένα τέτοιο μοντέλο της Μαύρης ταυτότητας να βρίσκει το δρόμο του για τον αξιοσέβαστο πολιτικό διάλογο – ακόμα και ως ανέκδοτο. Στις 21 Ιανουαρίου 2008, στο ντημπέητ πριν τις γενικές εκλογές των Δημοκρατικών στη Νότια Καρολίνα, ρωτήθηκε ο Μπάρακ Ομπάμα τι γνώμη είχε για την παρατήρηση του Toni Morrison ότι ο Μπιλ Κλίντον ήταν ο πρώτος Μαύρος Αμερικάνος πρόεδρος. Απάντησε, “θα έπρεπε να διερευνήσω περισσότερο τις δεξιότητες του Μπιλ στον χορό”. Οι μαύροι συγγραφείς και οι κριτικοί θεωρητικοί της φυλής έχουν πρόσφατα αναλάβει το θέμα του “πώς να είσαι Μαύρος” και το έχουν μεταχειριστεί σαν να αξίζει παρατεταμένη διερεύνηση.

Στην περίπτωση των γκέι ανδρών, δεν είναι μόνο (ή κυρίως) οι ομοφοβικοί που πιστεύουν ότι οι γκέι άντρες αγαπούν τη Judy Garland. Οι ίδιοι οι γκέι άντρες – ή, τουλάχιστον, ορισμένοι γκέι άντρες στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Μεγάλη Βρετανία τα τελευταία εξήντα χρόνια – έχουν σκεφτεί το ίδιο πράγμα. Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα εχθρικό στερεότυπο, επομένως. Έχουμε να κάνουμε – τουλάχιστον, εντός συγκεκριμένων ιστορικών, γεωγραφικών, φυλετικών και γενεαλογικών ορίων – με μια συλλογική αυτο-αναγνώριση, αν και είναι μια αυτο-αναγνώριση που παραδέχομαι ότι συνεχίζει να επιφέρει μια γερή ποσότητα ντροπής και επομένως παράγει ένα σημαντικό ποσό ανησυχίας, ακόμα και απερίφραστης άρνησης.

Για να αντιμετωπίσουμε αυτή τη ντροπή και να αντισταθούμε σε αυτή την παρόρμηση για άρνηση, είναι δελεαστικό να είσαι χωρίς αιδώ, να πετάξεις την προσοχή στον αέρα, να το τραβήξεις τέρμα μέχρι το άλλο άκρο και να καλλιεργείς, έστω και για μια δύο στιγμές, την πεποίθηση – όπως είπε ο άντρας μας στην Annapolis – ότι επειδή κάποιος είναι γκέι, πρέπει να του αρέσουν συγκεκριμένα πράγματα, όπως συγκεκριμένα έργα τέχνης και μουσικής. Αυτή η πεποίθηση είναι απλά αστήρικτη όταν τίθεται με τέτοιους όρους. Αλλά τι θα γινόταν αν προσπαθούσαμε να ανακαλύψουμε τι βρισκόταν πίσω από αυτή; Τι θα γινόταν αν ήταν δυνατόν να συνδεθεί η εμπειρία της gayness με συγκεκριμένα πολιτισμικά γούστα, με την αγάπη για συγκεκριμένα πολιτισμικά αντικείμενα; Τι θα γινόταν να υπήρχε στην πραγματικότητα μαι συγκεκριμένη λογική σε αυτή τη σύνδεση; Τι θα γινόταν αν θα μπορούσαμε να αποκομίσουμε τα χαρακτηριστικά θέματα και εμπειρίες της γκέι κουλτούρας από τις κοινωνικές συνθήκες κάτω από τις οποίες ξεπηδά και αναπαράγεται αυτή η κουλτούρα; Τι θα γινόταν αν πηγαίναμε ακόμα μακρύτερα και θεωρούσαμε την πιθανότητα τα γούστα των γκέι αντρών για συγκεκριμένα πολιτισμικά τεχνουργήματα ή κοινωνικές πρακτικές αντικατοπτρίζουν, εντός των συγκεκριμένων πλαισίων τους, τρόπους ύπαρξης, τρόπους συναισθήματος, και τρόπους να σχετίζεσαι με τον ευρύτερο κοινωνικό κόσμο που είναι θεμελιώδεις στην ανδρική ομοφυλοφιλία και χαρακτηριστικοί στους γκέι άντρες, παρά τις πολλές διαφορές μεταξύ των γκέι αντρών; Τι θα γινόταν αν η γκέι ανδρική υποκειμενικότητα αποτελούταν ακριβώς από αυτούς τους τρόπους ύπαρξης, συναισθήματος και σχέτισης;

Τι θα γινόταν, εν ολίγοις, εάν η στάση των γκέι αντρών μετά το Stonewall ήταν λάθος, και αποδεικνυόταν ότι η ανδρική ομοφυλοφιλία αφορούσε λιγότερο το σεξ και περισσότερο την κουλτούρα, καθώς επίσης τα συναισθήματα, τα αισθήματα και τους περίπλοκους συνδυασμούς της συγκίνησης (όπως συνοψίζεται από την αγάπη ορισμένων γκέι αντρών για την Judy Garland) που υπονοούν οι πολιτισμικές πρακτικές; Τι θα γινόταν αν αυτές οι παλιές αδελφές στον κινηματογράφο του Castro κατανοούσαν κάτι για την gayness – για το πώς να είσαι γκέι – το οποίοι οι γκέι άντρες της γενιάς μου, και εκείνοι της επόμενη γενιάς, έχασαν τελείως, ή τουλάχιστον όταν ήταν νέοι και καινούργιοι στη σκηνή;

Πράγμα που με φέρνει πίσω στην αρχική, παράτολμη εικασία μου. Ίσως να υπάρχει όντως ένα τέτοιο πράγμα που να λέγεται γκέι ανδρική υποκειμενικότητα. Και ίσως οι πολιτισμικές πρακτικές των γκέι αντρών μας προσφέρουν έναν δρόμο να την προσεγγίσουμε, να την πιάσουμε, να την περιγράψουμε, να την ορίσουμε και να την κατανοήσουμε.

Αυτή, τουλάχιστον, είναι η εικασία με βάση την οποία θα προχωρήσει αυτή η διερεύνηση.