queer
Leave a comment

Δούλες

Ομάδα Πρωτοβουλίας Ομοφυλόφιλων Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 1997, στέκι Ιατρικής.

“Πηγαίνω θέατρο για να δω τον εαυτό μου πάνω στη σκηνή (…) τέτοιον που δεν θα μπορέσω – ή δεν θα τολμήσω – να τον δω ή να τον ονειρευτώ, και που ωστόσο ξέρω πως έτσι είναι”, γράφει μεταξύ άλλων ο Ζενέ στο κείμενό του “Πώς παίζονται οι Δούλες”.

Οι Δούλες σκηνοθετήθηκαν για πρώτη φορά το 1947 από τον Λουί Ζουβέ στο θέατρο Ατενέ με γυναικεία διανομή. Επρόκειτο όμως για μια παραχώρηση απλώς που έκανε ο Ζενέ στο Ζουβιέ, γιατί όπως υποστηρίζει ο ίδιος: “Αν ήμουν υποχρεωμένος να παρουσιάσω ένα θεατρικό έργο στο οποίο θα υπήρχαν γυναικείοι ρόλοι, θα απαιτούσα αυτοί οι ρόλοι να παιχτούν από εφήβους, πράγμα που θα υπενθύμιζα στο κοινό, με μια ταμπέλα καρφωμένη δεξιά ή τ’ αριστερά του σκηνικού σ’ όλη τη διάρκεια του έργου”. Με αμιγώς ανδρική διανομή ανέβηκαν στο θέατρο “Νέες Μορφές”, λοιπόν, “Οι Δούλες”, την 1η Νοεμβρίου [1997] όπου και θα παίζονται ως τις 19 Δεκεμβρίου.

Δύο υπηρέτριες αγαπούν και ταυτόχρονα μισούν την κυρία τους. Με ανώνυμα γράμματα έχουν καταγγείλει τον εραστή της τελευταίας στην αστυνομία. Μαθαίνοντας πως πρόκειται να αφεθεί ελεύθερος λόγω αμφιβολιών, και επομένως ότι η προδοσία τους θα αποκαλυφθεί, προσπαθούν για μια ακόμη φορά να σκοτώσουν την Κυρία, αποτυγχάνουν, θέλουν να αλληλοσκοτωθούν. Τέλος, η μία αυτοκτονεί και η άλλη, μεθυσμένη από δόξα, προσπαθεί με τη μεγαλοπρέπεια στη συμπεριφορά και τα λόγια, να αρθεί στο ύψος της εξαίσιας μοίρας που την περιμένει.

Ναι, εξαίσιας! Γιατί σημαίνει κατάκτηση της αγιότητας. “Η αγιότητα είναι ο σκοπός μου”, ομολογεί ο Ζενέ στό “Ημερολόγιο ενός κλέφτη”, όμως μόνο μέσα στην κόλαση, εφόσον: “αγιότητα σημαίνει να διακινδυνεύεις τον πόνο. Ν’ αναγκάζεις το διάβολο να γίνει Θεός. Να πετυχαίνεις την καθιέρωση του κακού”. Αν τώρα λάβουμε υπόψη μας και την ταύτιση της αγιότητας με την ομορφιά και την ελευθερία, εύκολα συνάγεται το παιχνίδι ή η άρση των ορίων μεταξύ “είναι” και “φαίνεσθαί”, μεταξύ της πραγματικότητας και φαινομενικότητας, του καλού και του κακού, της κόλασης και του παραδείσου, της ομορφιάς και της ασχήμιας, του εγκλεισμού και της ελευθερίας. Ξεκινώντας τη ζωή του ως έκθετο βρέφος, βιώνοντας επομένως “σύμφυτη” της απόρριψή του από το Θεό, όταν μάλιστα συνειδητοποιεί την ομοφυλοφιλία του, οδηγείται ο Ζενέ ν’ αντιστρέψει τους όρους, να επαναπροσδιορίσει τα σύμβολα και από απόρριμα να γίνει ο εκλεκτός, από καταραμένος, ευλογημένος, από κολασμένος, άγιος: “Κυρίως… θέλω να είμαι άγιος, επειδή η λέξη σημαίνει την κορυφαία βαθμίδα όπου φτάνει ο άνθρωπος, και θα κάνω το παν για να καταλήξει η ζωή μου σ’ αυτήν”. Φθάνοντας στα βάθη αυτού που οι άλλοι αποκαλούν ‘κοινωνικό βόρβορο’, ο ίδιος νιώθει να καθαίρεται, αφού κάτι απαιτεί την τέλεια αυταπάρνηση, να θυσιάσει ο,τι σπουδαιότερο έχει, την περηφάνεια του.

Η τραγωδία ενός καταραμένου; Μπορεί – για τους άλλους. Για ’κείνον όμως είναι η στιγμή ενός εκλεκτού. “Η τραγωδία είναι μια χαρούμενη στιγμή… Αν είναι να τραβήξει ο ήρωας προς το θάνατο που είναι μια λύση αναγκαία,… τότε πηγαίνει να τον συναντήσει με καρδιά χαρούμενη, όπως θα πήγαινε να βρει την πιο άψογη, δηλαδή την πετυχημένη, τελείωση του εαυτού του” (‘Το ημερολόγιο ενός κλέφτη’). Εκμυστηρεύεται σ’ ένα γράμμα του προς τον Κώστα Ταχτσή: “Νοσταλγώ την Ελλάδα που εσείς τόσο μισείτε… Ονειρεύομαι, και θα έκανα τα αδύνατα δυνατά, να ξαναζήσω εκεί και να δολοφονηθώ στην πατρίδα σας”.

Print

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.