queer
Leave a comment

Ορθόδοξο πρόσωπο reloaded: Breeding Ian Jay

Πολλοί χρησιμοποιούν τον όρο barebacking για να περιγράψουν κάθε είδους επαφή χωρίς προφυλακτικά.Οι ίδιοι οι barebackers τον ορίζουν ως την ταυτόχρονη προδιάθεση και ερωτικοποίηση του πρωκτικού σεξ δίχως προφυλάξεις – με αδιαφορία, επίγνωση ή σκοπό την πιθανότητα μετάδοσης του HIV.

Σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ η μετάδοση του HIV μπορεί να είναι έγκλημα. Το ίδιο συμβαίνει σε ευρωπαϊκές χώρες. Θα ήταν επομένως απίθανο να ομολογήσει κανείς, έστω και ανώνυμα σε όποιες στατιστικες έρευνες, ότι συμμετείχε σε μια κοινωνικά στιγματισμένη πράξη η οποία μπορεί να επιφέρει φυλάκιση. Για ορισμένους, η bareback community είναι στατιστικά ανύπαρκτη – ένας αστικός μύθος. Για άλλους, η άνθιση εξειδικευμένων bareback site και η δημοτικότητα των σχετικών τσοντών, συνηγορούν για το αντίθετο.

Ίσως να ήταν υπερβολή να μιλάμε για bareback κοινότητα (ή κοινότητα γενικότερα;) στην Ελλάδα και καλύτερα να το αφήναμε για το Σαν Φρανσίσκο ή το οικείο Βερολίνο. Η επιτυχία του live bareback show στο τελευταίο porn festival στην Αθήνα (επιτυχία ως προσέλευση κόσμου και ως αντιδράσεις, κυρίως αρνητικές) μπορεί ωστόσο να σημαίνει μια αντίστοιχη εντόπια επιθυμία,η οποία είναι άγνωστο πόσο παραμένει μοναχική φαντασίωση και φετίχ με την παρέα πορνογραφικού υλικού, περιστασιακή πράξη με άλλα σώματα ή συνειδητή προτίμηση.

Οι αντιδράσεις για το bareback show περιλάμβαναν, πέρα από το οικονομικό σκάνδαλο, έντονη ανησυχία για τις επικίνδυνες επιπτώσεις της δημόσιας προπαγάνδισης και διαφήμισης αυτής της προτίμησης, τονίζοντας, φυσικά, ότι μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις στο κρεβάτι σου. Εκτός από την προαναφερθείσα εντυπωσιακή ηθική και λεξιλογική ομοιότητα με τον δημόσιο λόγο όσον αφορά μια άλλη εξαιρετικά οικεία «you-know-what-I-mean» προτίμηση, μερικές φορές ούτε το κρεβάτι είναι απαραβίαστο, κρίνοντας από τα μηνύματα που δέχεται ανοιχτά barebacker έλληνας στο προφίλ του.

Κάποια πράγματα δεν λέγονται

Barebacker: ένα δημόσιο πρόβλημα υγείας, πρώτα απ’ όλα, μια πράξη ανευθυνότητας έπειτα, που εκθέτει και θέτει σε κίνδυνο την εύθραυστη θετική δημόσια εικόνα του προς ανθρωπιστική διάσωση ομοφυλόφιλου. Μια εικόνα που είναι η εξωστρεφής, εξω-κοινοτική απεύθυνση των εκστρατειών για την πρόληψη της μετάδοσης του HIV. Κατέστη ανομολόγητο το AIDS να θεωρείται ασθένεια των πούστηδων, ο barebacker όμως επιθυμεί το σεξ δίχως καπότες με άλλα σώματα και – το κυριότερο – το σεξ με έναν ιό. Φετιχοποιεί, επιθυμεί μέσα του ένα αόρατο μικρόβιο. Πράγμα που είναι όχι απλά ανεύθυνο, αλλά τόσο ακατανόητα παράλογο ώστε μπορεί να ερμηνευθεί μόνο με ψυχο-παθολογικούς όρους: στα γκέι media, στους ακτιβιστικούς κύκλους, στον ακαδημαϊκό χώρο των gay studies, στις δημόσιες ή κατ’ ιδίαν συζητήσεις υπάρχει μια σχεδόν ακατανίκητη τάση ο barebacker να είναι ο «Άλλος» – μια παρέκκλιση ή μια παθολογία.

Στην πρώτη δεκαετία της επιδημίας, ο Douglas Crimp σε ένα άρθρο-σταθμό έγραφε ότι

[Οι σεξουαλικά συντηρητικοί] επιμένουν ότι η ελευθεριότητά μας θα μας καταστρέψει, ενώ στην πραγματικότητα αυτή είναι που θα μας σώσει.

Αναγνωρίζοντας ότι η υιοθέτηση του safer sex από τους γκέι άντρες (που πάει να πει προφυλακτικά με πολλαπλούς παρτενέρ) πήγαζε απευθείας από την ιστορία της ελευθεριότητάς μας, ο Crimp υποστήριξε ότι ποιοτικά και ποσοτικά η γκέι ερωτική εμπειρία παρείχε ξεχωριστό υλικό για την επινόηση τεχνολογιών προφύλαξης και επομένως αμοιβαίας φροντίδας. Αντί να γίνεται αντιληπτή ως αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, η ελευθεριότητα μπορούσε να περιγραφεί διαφορετικά: ότι προάγει την φροντίδα του ενός για τον άλλον και την αυτοπροστασία. Κατ’ αυτή την έννοια, ο Crimp δεν υπερασπίζεται απλά την ελευθεριότητα εν όψει του πανικού του AIDS, αλλά την προάγει ενεργητικά ως την οδό για κάτι νέο. Όχι τόσο μια καταναγκαστική επανάληψη του ίδιου και του ίδιου, όσο έναν άλλο τρόπο για δώσεις όνομα στην ανακάλυψη του νέου, ένα συνώνυμο για τη δημιουργικότητα. Η σεξουαλική επιθυμία για περιπέτεια γεννά άλλες μορφές αυτής της περιπετειώδους κλίσης – πολιτικές, πολιτισμικές, πνευματικές.

Τα υποκείμενα που αυτοπροσδιορίζονται ως barebackers, παρόλο που συνιστούν πλέον μια δραστήρια μειονότητα κρίνοντας από την έντονη κινητικότητα στο διαδίκτυο, εμφανίζονται αδιάφορα για τη συζήτηση περί δικαιωμάτων – μια συζήτηση που συνήθως λειτουργεί ως συνεκτικό υλικό για άλλους μειονοτικούς πληθυσμούς. Σε αντίθεση με άλλους που πειραματίζονται με διευθετήσεις ομόφυλης συγγένειας, όπως ο γκέι γάμος ή η υιοθεσία, οι barebackers εμφανίζονται αδιάφοροι, χαρούμενοι που είναι εκτός νόμου, διεκδικώντας μόνο το δικαίωμα να γαμιούνται με όποιον και όπως επιθυμούν. Αν η κατηγορία queer οριστεί όχι ενάντια στην ετεροφυλοφιλία αλλά την ετεροκανονικότητα, τότε η υποκουλτούρα του bareback, ως αντίθετη με τις γκέι κανονικότητες, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι «αντι-ομοκανονική». Αυτή η παραβατική θεώρηση εξηγεί γιατί η γκέι κοινότητα είναι τόσο διστακτική να μιλά ανοιχτά για το barebacking: θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια αποδοχή της ομοφυλοφιλίας και είναι εξαιρετικά κακές Δημόσιες Σχέσεις. Η υποκουλτούρα αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την πιθανή δικαίωση των διακρίσεων σε βάρος όσων έχουν (ή θεωρείται ότι έχουν) μόλυνση από HIV.

«Breed, get seed and get on your knees to feed»

Αν θέλαμε να δώσουμε έναν λεξικογραφικό ορισμό, τότε

Bug chasers είναι οι άντρες που επιθυμούν τον ιό της επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας μέσα στο σώμα τους

Η επικεφαλίδα αυτής της παραγράφου (από homepage ενός barebacking site) επικοινωνεί πολλά περισσότερα για αυτήν την επιθυμία. Η σουρεαλιστικά μελωδική επιταγή για μετάδοση του ιού μεταξύ ανδρών, δοσμένη με ρίμες επιπέδου νηπιαγωγείου, προτρέπει και εμάς να πέσουμε με τα μούτρα εκεί που είναι όλη η δράση.

Στην κουλτούρα του bareback, pig είναι ο άντρας που θέλει να κάνει όσο το δυνατόν περισσότερο σεξ με όσο το δυνατόν περισσότερους άντρες, συχνά με τη μορφή ομαδικού σεξ που περιλαμβάνει barebacking, ουρολαγνεία, fisting και s/m γενικότερα. «Pig» σημαίνει ότι αφοσιώνεσαι στη σεξουαλική υπερβολή, στη διάρρηξη των ορίων της ορθότητας και της σωματικής ακεραιότητας. «Pig» σημαίνει ότι γίνεσαι μέλος μιας σεξουαλικής πρωτοπορίας, όπως υπονοούν τα αναπόφευκτα τατουάζ, t-shirt και λοιπά εμβλήματα. Ορισμένοι bareback πορνοστάρ γράφουν P-I-G πάνω τους και η λέξη εμφανίζεται τακτικά στις τσόντες, λ.χ. «Pigs at the Troff», «Some Pigs» κ.ό.κ.

Φυσικά, είναι γνωστό σε όλες μας το motto «όλοι οι άντρες είναι γουρούνια». Η κουλτούρα του bareback έχει μεταμορφώσει αυτή την κατηγορία σε σήμα περηφάνειας, σε ταυτοτικό έμβλημα. Αν το γουρούνι στον κόσμο της γκέι αρρενωπότητας είναι ισοδύναμο με τον επιβήτορα στον κόσμο της στρέητ αρρενωπότητας, τότε η καίρια διαφορά μεταξύ των δύο είναι ότι το gay-pig αποκτά το στάτους του μέσω αδηφάγου bottoming – δεχόμενο όσο το δυνατόν περισσότερες ψωλές και χύσια στον πρωκτό του:

Μου φαίνεται ότι ο πραγματικός άντρας βρίσκεται συχνά κόντρα στον γκέι άντρα, εξαιτίας των κοινωνικών στερεοτύπων και των σεξουαλικών περιορισμών που οι εαυτοί μας και η κοινωνία γενικότερα επιβάλλουν. Ποτέ δεν αισθάνομαι ντροπή ή κατώτερος από οποιονδήποτε άλλον όταν ρουφάω ψωλές σαν πουτάνα, με κατουράνε ή παίρνω πολλές πούτσες στον κώλο μου… Είμαι απλά άντρας παρέα με άλλους άντρες που όλοι απολαμβάνουμε να παίζουμε σαν βρόμικα ‘γουρούνια’!

Η υπερ-αρρενωπότητα συσσωρεύεται στον άντρα που είθισται να θεωρείται ότι αναλαμβάνει τον θηλυκό ρόλο σε ομοφυλόφιλες σχέσεις. Όσο πιο πολλοί είναι οι άντρες που τον διεισδύουν, τόσο πιο άντρας γίνεται.

Η ορθά επιτελεσμένη γουρουνίλα παρουσιάζει μια διαφορετική δόμηση της σεξουαλικότητας μεταξύ ανδρών όπως την ξέρουμε, είτε στην κλασική εποχή είτε στη σύγχρονη οργάνωση της ομοφυλοφιλίας κάτω από τον νόμο της ετεροκανονικότητας. Η επίμονη αντίληψη της ανδρικής «ομοφυλοφιλίας» (από την εφεύρεση του όρου και δώθε) ως έμφυλη αντιστροφή – μια θηλυκή ουσία μέσα σε ανδρικό σώμα – έχει αποβληθεί από την κουλτούρα του bareback, η οποία παραδέχεται μόνο βαθμούς αρρενωπότητας. Όχι ότι όλοι οι άντρες είναι ίσοι (κάθε άλλο), αλλά μεταξύ τους συμπεριφέρονται ως άντρες, όσο συχνά κι αν τον παίρνουν από πίσω – μια ελκυστική όψη της υποκουλτούρας. Οι bug chasers δεν θέλουν απλά χύσια, θέλουν να γίνουν άντρες. Παρόλο που ο bottom δέχεται από τους tops του τα πιο υποτιμητικά σχόλια («σκύλα», «μουνί», «πουτάνα»), αυτή η μισογυνική ρητορική δεν πτοεί την αρρενωπότητά του. Η αρρενωπότητα χαλυβδώνεται με τη χρήση υποτιμητικών όρων για τα γυναικεία γεννητικά όργανα. Είναι ζήτημα «να τον πάρεις σαν άντρας», υπομένοντας, δίχως παράπονα για σωματική δυσφορία ή προσωρινή απώλεια κύρους, ώστε να αποδείξεις την αρρενωπότητά σου. Όπως και στο στρατό, το αρρενωπό status επιτυγχάνεται με την επιβίωση μετά από σειρά δοκιμασιών: πολλαπλές διεισδύσεις, ταπεινώσεις, piercing, branding και μολύνσεις. Τα προφυλακτικά είναι για όσους δεν μπορούν να χειριστούν το real thing, το λάτεξ δεν είναι συμβιβασμός των αισθήσεων και της επαφής αλλά και της αρρενωπής ταυτότητας. Από αυτή την οπτική, ο HIV είναι απλά μια δοκιμασία, η οροθετικότητα είναι η ουλή από ένα πολεμικό τραύμα.

Like a virgin, touched for the very first time

Στο barebacking εμφανίζεται ο εξής γρίφος: παρόλο που το tattooing, το piercing, τα gangbangs μπορούν επαναληφθούν (προσφέροντας πολλαπλές ευκαιρίες επιβεβαίωσης της αρρενωπότητας), η μετατροπή από ορο-αρνητικός σε ορο-θετικός συμβαίνει μία και μόνο μία φορά. Έχει επομένως μια πολύ ξεχωριστή, τελετουργική και φαντασιακή θέση, σαν την απώλεια της παρθενίας. Επιπλέον το αποτέλεσμα της «δοκιμασίας αντοχής», η ορο-μετατροπή, δεν είναι ορατό εξωτερικά, σε πείσμα του κεντρικού ρόλου που έχει η πορνογραφική αναπαράσταση στην υποκουλτούρα. Aυτή η μη ανιχνεύσιμη μολυσματική «ποιότητα», που ανέκαθεν ήταν συσχετισμένη γενικότερα με την σεξουαλική αντιστροφή, αντισταθμίζεται με όρους ορατότητας από τα τατουάζ, τα piercing, τα scarifications και τους δομημένους σωματότυπους. Ο «Carlos», ένας διαβόητος bug chaser, δίνοντας συνέντευξη στο «Rolling Stone» είπε ότι δεν είχε κάνει ποτέ τεστ HIV. Με αυτό το κόλπο, κάθε επαφή μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αυτή που μεταδίδει τον HIV, καθιστώντας επαναλαμβανόμενο αυτό που δεν δύναται να επαναληφθεί. Ο bug chaser είναι κυρίαρχος, αντί έρμαιο, της ερωτικής του μοίρας.

Θυσία στον Έρωτα

Η υπερ-αρρενωποίηση του bottom στο barebacking, η παρουσίαση της σεξουαλικής υποταγής ως απόδειξη ανδρισμού, θα μπορούσε να θεωρηθεί μια σύγχρονη αντισταθμιστική απάντηση στη θηλυκοποίηση της ανδρικής ομοφυλοφιλίας από την κοινωνία. Αλλά θα μπορούσε να ιδωθεί και ως απάντηση στο δυναμικό μιας (ουσιοκρατικά εννοούμενης) θηλυκοποίησης που περιέχεται γενικότερα στις σεξουαλικές πράξεις, και, συγκεκριμένα στον τρόπο που η υπέρτατη ηδονή κυριεύει τον αυτο-έλεγχο, απειλώντας τη συγκρότηση του Εγώ. Με τα λόγια του Leo Bersani, αυτό που σε μερικούς δεν αρέσει στο σεξ είναι ότι έχει τη δυνατότητα να τους καταστήσει προσωρινά αδύναμους: επέρχεται ένα σημείο στην επιδίωξη της ηδονής όπου ακόμα και ο πιο κυρίαρχος παρτενέρ πρέπει να υποκύψει σε κάτι δυνατότερο από αυτόν. Υποκύπτοντας στην απώλεια του ελέγχου, με συνέπεια τη υπονόμευση της αυτοκυριαρχίας που συνδέεται με την αρρενωπότητα, ενισχύεται η ερωτική ηδονή. Ο πολιτισμός μας θεωρεί αυτή την υποταγή ως θηλυκό (δηλαδή «κακό») σημάδι.

Κάνοντας μια τολμηρή ανάγνωση του Φρόυντ, θα μπορούσαμε να πούμε ότι «σεξουαλικότητα» και «μαζοχισμός» είναι ταυτολογία. Μέσω της προσήλωσής του στην δίχως όρια υποταγή και δίχως όρια αντοχή, το barebacking εναγκαλίζεται τον μαζοχισμό ως θετική απόδειξη της αρρενωπότητας. Με άλλα λόγια, με την επαν-αρρενωποίηση του μαζοχισμού οι barebackers μετατρέπουν την απώλεια του εαυτού σε κατάφαση αντί για άρνηση του ανδρισμού.

Αυτή η λογική εξηγεί γιατί η υποκουλτούρα θεωρεί τα πλέον αφοσιωμένα μέλη της ήρωες. Αντί να είναι ανεύθυνοι, καταστροφικοί, ηδονιστές, είναι ηρωικοί μαχητές και γκέι «πατριώτες». Αντί να ενδιαφέρονται για πάρτη τους, η σεξουαλικότητά τους είναι αλτρουιστική, μιας και γαμιούνται ακάποτα και για λογαριασμό όσων είναι υπερβολικά λιγόψυχοι να το κάνουν. Θυσιάζονται για λογαριασμό της γκέι κουλτούρας όπως οι στρατιώτες. Αν ο παραλληλισμός με τον πατριωτισμό σε καιρό πολέμου ακούγεται τραβηγμένος, θα μπορούσαμε να θυμηθούμε ότι οι απώλειες ανδρών της γκέι κοινότητας το ’80 και στις αρχές του ’90 ήταν συγκρίσιμες με πολεμικές απώλειες, με αριθμητικούς όρους. Οι επιζήσαντες του AIDS από εκείνη την εποχή έχουν την αύρα επιζώντων πολέμου, και το τραύμα του να είσαι μάρτυρας στις μαζικές απώλειες έχει χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσει τη σεξουαλική συμπεριφορά των γκέι ανδρών, με το barebacking ως παράδειγμα μετατραυματικής διαταραχής.

Men’s Health

Η ύπαρξη αυτής της υποκουλτούρας σημαίνει την δίχως συμβιβασμούς, σχεδόν θρησκευτική, σύγκρουση μεταξύ δύο ιδανικών – αυτού της σεξουαλικής ηδονής και αυτού της υγείας – με τους barebackers να ενστερνίζονται το πρώτο ως το καλύτερο από τα δύο. Δεν πρόκειται για ζήτημα ατομικών vs. συλλογικών δικαιωμάτων, γιατί αυτό που ορίζει την υποκουλτούρα είναι η ερωτική ηδονή. Εδώ το κυνήγι της ερωτικής ηδονής ορίζει μια συλλογική οντότητα αντί μεμονωμένα άτομα. Σε αντίθεση με την καθιερωμένη άποψη πως οι συλλογικότητες απαιτούν από τα μέλη τους να απεμπολήσουν κάποιο κομμάτι προσωπικής απόλαυσης, η κουλτούρα του bareback λειτουργεί ως συλλογικότητα ακριβώς υπό το δόγμα ότι αρνείται να περιορίσει την ηδονή. Το γαμήσι χωρίς προφυλακτικό αφορά επομένως λιγότερο μια εγωιστική ικανοποίηση και περισσότερο «όρκο πίστης στην υποκουλτούρα», όρκο πίστης σε μια οντότητα έξω από τον εαυτό. Το χυδαίο, πρόστυχο, ελευθεριακό σεξ είναι ένα είδος πιστότητας.

Το Υπουργείο Υγείας προειδοποιεί…

Η πιστότητα στο ιδανικό της ερωτικής απόλαυσης της υποκουλτούρας αναγκαστικά προϋποθέτει προδοσία του mainstream ιδανικού της υγείας – ή, ακριβέστερα, την προδοσία μιας χαρακτηριστικά ιατρικοποιημένης άποψης τι εστί υγεία. Οι Δυτικές κοινωνίες, όλο και περισσότερο, προωθούν εικόνες ενός ακέραιου ανθρώπινου σώματος που μπορεί να συντηρηθεί μέχρι την προχωρημένη ηλικία ως επιθυμία όχι απλά του βιολογικού οργανισμού αλλά και του ηθικού υποκειμένου. Ξεκινώντας από τον 19ο αι., η επιδίωξη της υγείας ήταν επιδίωξη ηθικής ολοκλήρωσης, έστω και αν η ανακάλυψη των μικροβίων / βακτηρίων κατέρριψε κάποιες από τις ηθικίστικες αντιλήψεις της αιτιολογίας των ασθενειών. Με την άνοδο της βακτηριολογίας και του βιοϊατρικού μοντέλου, η ασθένεια έγινε κατανοητή ως αποτέλεσμα των μικροβίων και η ιατρική επινόησε μια γκάμα τεχνικών για την καταστροφή τους. Χάρις στην θεωρία των βακτηρίων κάποιοι από τους ηθικούς συσχετισμούς της ασθένειας παραμερίστηκαν.

Ο θρίαμβος της βακτηριολογίας και της ανοσολογίας στον 20ο αι. έφερε αγωνιωδώς στο προσκήνιο τις μη μεταδιδόμενες χρόνιες παθήσεις: υπέρταση, καρκίνος, καρδιακές παθήσεις – για τις οποίες δεν υπάρχει συγκεκριμένη, ορισμένη αιτιολογία. Έτσι στη μεταπολεμική εποχή, τα όρια της βακτηριολογίας όσον αφορά τις χρόνιες συστημικές ασθένειες οδήγησαν στην αναγνώριση της επίδρασης του περιβάλλοντος και της συμπεριφοράς ως καθοριστικών παραγόντων της ασθένειας. Οι επιδημιολογικές θεωρίες, με όλο και πιο εξεζητημένες στατιστικές μετρήσεις, παρέχουν την ευκαιρία να γίνει αντιληπτή η υγεία ως μαθηματικός λογισμός της επικινδυνότητας. Η άνοδος της σύγχρονης επιδημιολογίας επαναφέρει την ηθικοποίησης της ασθένειας, βασισμένη σε μια ανανεωμένη αντίληψη ότι η έκθεση σε αυτή μπορεί να αποτραπεί με αυστηρή ρύθμιση του διαιτολόγιου, άσκηση και αποφυγή των κινδύνων του καπνίσματος, του αλκοόλ, των παράνομων ουσιών και της σεξουαλικής ελευθεριότητας. Αντί για πηγές απόλαυσης, τα τελευταία επαναπροσδιορίζονται ως πηγές κινδύνου. Η νέα έμφαση στην επίδραση των συνηθειών μας στην εμφάνιση της ασθένειας ενισχύει την άποψη ότι η επιδίωξη της υγείας είναι προσωπική ηθική υποχρέωση.

Για ακόμα μια φορά μπορεί να είσαι ηθικά κατηγορούμενος για την φυσική σου κατάσταση. Σύμφωνα με τον Φουκώ, η ευρωπαϊκή κοινωνία του 18ου αι., γέννησε μια «επιταγή για υγεία» που έκανε την ενεργή επιδίωξή της «ταυτόχρονα υποχρέωση του καθενός και σκοπό του συνόλου».Η έννοια της υγείας προσδέθηκε στους σύγχρονους εξουσιαστικούς θεσμούς και μηχανισμούς ελέγχου. Η επιταγή, για εσένα και τους άλλους, να μεγιστοποιήσεις τις ζωτικές δυνάμεις και δυναμικά του σώματος είναι πλέον καίριο σημείο στη σύγχρονη ηθική. Η υγεία είναι πλέον ένας γρίφος καταναγκασμού και πειθαρχίας, μια βάση για τον έλεγχο ολόκληρων πληθυσμών καθώς και ένα πλέγμα αντίληψης του εαυτού και της αυτοπειθαρχίας.

Η υγεία έχει μεταμορφωθεί σε μια ασταθή, ευάλωτη κατάσταση που απαιτεί συνεχή παρακολούθηση και αξιολόγηση. Ο σύγχρονος μεσοαστός υπομένει διαρκή αυτο-παρακολούθηση όσον αφορά το διαιτολόγιο, την άσκηση και τα φάρμακα. Κάθε γεύμα είναι πιθανό ναρκοπέδιο για την υγεία του, η καθημερινή διατροφή είναι γεμάτη από κινδύνους άγνωστους στις, βυθισμένες στην άγνοια, προηγούμενες γενιές. Η περισσότερη γνώση έχει επιφέρει, παραδόξως, μεγαλύτερη ανασφάλεια και φόβο.

Από μια διαφορετική σκοπιά μπορούμε να ορίσουμε την επικινδυνότητα ως το καθοριστικό χαρακτηριστικό της μετανεωτερικότητας. Η καταστροφή του περιβάλλοντος, η τρομοκρατία και άλλες περιπτώσεις «κατασκευασμένου κινδύνου» έχουν εμποτίσει την καθημερινότητα τις τελευταίες δεκαετίες. Επειδή ο κίνδυνος λ.χ. της πυρηνικής καταστροφής ή της υπερθέρμανσης του πλανήτη δεν μπορούν να οριστούν χωρικά, γεωγραφικά, ακόμα και θεσμικά, ζούμε πλέον σε έναν κόσμο όπου ο κίνδυνος είναι παντού. Έτσι η κοινωνική θεωρία αναχωρεί από την κλασική εμμονή της για την διανομή των κοινωνικών αγαθών και εστιάζει στις διανεμημένες επιπτώσεις των κοινωνικών «κακών». Η κινητήρια δύναμη της ταξικής κοινωνίας είναι η φράση: Πεινάω! Η κινητήρια δύναμη της κοινωνίας του κινδύνου από την άλλη, μπορεί να εκφραστεί με τη φράση: Φοβάμαι!

Η κριτική στην κοινωνία του φόβου (ιδιαίτερα επίκαιρη μετά την 9/11) και η κριτική του Φουκώ στην κανονικοποίηση, μπορούν να αποτελούν μια εκδοχή της αντίδρασης ορισμένων barebackers να αποκαλούν τους θιασώτες της πρόληψης από τον HIV «Condom Nazis». Αυτό ακούγεται ασφαλώς παρατραβηγμένο, αλλά η «επιταγή για υγεία» του Φουκώ έχει μεταφερθεί σε τέτοιο βαθμό στη ναζιστική σφαίρα του Υπερεγώ, ώστε η φυσική κατάσταση του υποκειμένου δεν είναι ποτέ πλήρως ικανοποιητική. Οι απαιτήσεις για καλύτερο σώμα και αυστηρότερη αποφυγή των κινδύνων έχουν ενταθεί ανελέητα. Η υγεία δεν είναι πια κάτι που απλά κατέχεις, είναι κάτι για το οποίο πρέπει να μοχθήσεις. Από τη σύγχρονη lifestyle οπτική, θέλουμε να είμαστε υγιείς (εσωτερικά) και αυτό να φαίνεται (εξωτερικά), γιατί θέλουμε να είμαστε φυσιολογικοί.

Το παράδοξο με το υπερεγώ είναι ότι η συμμόρφωση με τις επιταγές του απλά επιτείνει την πίεση αντί να την απαλύνει. Όσο πιο πιστά ακολουθείς τις προσταγές του, τόσο χειροτερεύουν τα πράγματα. Όσο πιο υγιείς προσπαθούμε να είμαστε, τόσο πιο ευάλωτοι στον κίνδυνο γινόμαστε. Οι υπερ-εξειδικευμένες διαγνωστικές τεχνολογίες μεγενθύνουν το ζήτημα σε σχεδόν μεσαιωνικές διαστάσεις: «αν δεν αλλάξεις τον τρόπο ζωής σου, θα αρρωστήσεις». Ο κίνδυνος δεν είναι πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής, είναι η αιτία μιας μελλοντικής ασθένειας.

Και όταν η ασθένεια γίνεται αντιληπτή όχι με βάση την παρούσα φυσική κατάσταση αλλά με βάση ένα μέλλον που πρέπει να αποτραπεί με κάθε κόστος, τότε «δημιουργούμε μια νέα τάξη από ισόβιους παρίες, τους μελλοντικά ασθενείς», γράφει η Susan Sontag.

Επίλογος

Είμαι υπόχρεος για το βιβλίο του Tim Dean «Unlimited Intimacy: Reflections on the culture of barebacking» που βοήθησε αναπάντεχα να οργανωθούν ένας σωρός από χρόνιες νεφελώδεις και φαινομενικά ασύνδετες σκέψεις. Εννοείται ότι έγινε γενναίο copy-paste.

Θα ήθελα να πω για τη θέση από την οποία γράφτηκε αυτό το κείμενο. Είναι ένα τυπικό δείγμα ματιάς «εξωτισμού» από έναν ενήμερο παρείσακτο; Μιλώ για την υποκειμενική πραγματικότητά μου; Είμαι οροθετικός, οροαρνητικός, δεν το γνωρίζω, δεν θέλω να το γνωρίζω; Φοράω καπότες; Πάντα, συχνά, ποτέ, συνειδητά, κατά λάθος; Ό,τι κι αν «ομολογήσω» από τα παραπάνω θα είναι εξαιρετικά επώδυνο για μένα, είτε ως προβληματική πολιτική στάση από τη μια, είτε ως πρακτικό πρόβλημα αποτροπής οικειότητας με άλλα επιθυμητά σε εμένα σώματα. Keep safe.

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.